Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νομολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Αριθμός απόφασης: Α1892/2023 (Τμήμα 9ο Μονομελές), Δικαστής: Α. Γκούντουβα, Πρωτοδίκης ΔΔ, Θέμα: Έννοια φορολογικής διαφοράς. Η διαφορά που γεννάται από την απόρριψη αιτήματος φορολογούμενου να εκπέσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της από 11.3.2020 Π.Ν.Π., ποσοστό 25% βεβαιωμένης στη Φορολογική Διοίκηση οφειλής του με ημερομηνία καταβολής από τις 30 Μαρτίου 2020 έως και τις 30 Απριλίου 2020, η οποία καταβλήθηκε εμπρόθεσμα, είναι φορολογική διαφορά και όχι διαφορά εκτέλεσης.

 

Με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της προσφεύγουσας εταιρίας κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης αίτησης που υπέβαλε στη φορολογική αρχή. Με την αίτηση αυτή, κατ’ επίκληση του άρθρου 2 της από 11.3.2020 ΠΝΠ (Φ.Ε.Κ. Α΄ 55/11.3.2020), ζήτησε να αναγνωριστεί ότι δικαιούται έκπτωση ποσοστού 25% του φόρου μεταβίβασης ακινήτων (ΦΜΑ) που κατέβαλε σε εκτέλεση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΜΑ της ως άνω φορολογικής αρχής, φορολογικού έτους 2015, και, περαιτέρω, να της επιστραφεί ο καταβληθείς ΦΜΑ.

Κατά την έννοια του άρθρου 63 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ΚΦΔ, πδ 331/1985, ΦΕΚ Α΄ 116) και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 (ΦΕΚ Α΄ 131), οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ. 1 του ΚΔΔ, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον ο ΚΔΔ δεν περιέχει διάταξη περί προσδιορισμού της έννοιας της φορολογικής διαφοράς (βλ. ΣτΕ 834/2010 Ολομ, 2123/2015, 1941/2020, 2738-2740/2022 7μ., 159/2023), φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο προς συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη προς φορολογητέα ύλη, ατομικώς ορισμένη (ΣτΕ 288-290/2018, 368/2007 κά). Εξάλλου, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, διαφορά περί την αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής ή μείωσης φόρων, τελών κ.λπ. είναι και αυτή που προκύπτει από πράξη της φορολογικής αρχής, η οποία, κατά την εκ του νόμου αρμοδιότητά της, κρίνει ως προς τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για την ως άνω απαλλαγή ή μείωση. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική διαφορά είναι φορολογική, κατά της πράξης της φορολογικής αρχής ασκείται η προβλεπόμενη στο άρθρο 63 του ΚΦΔ ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της ΔΕΔ, η δε απόφαση της ΔΕΔ άγεται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με την άσκηση προσφυγής κατ’ άρθρο 63 του ΚΔΔ. Αντίθετα, διαφορές, οι οποίες δεν ανάγονται στο στάδιο του προσδιορισμού των φορολογικών βαρών αλλά στο στάδιο της καταβολής τους ανήκουν, επίσης, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εισάγονται όμως απευθείας ενώπιον δικαστηρίου δια του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής του άρθρου 217 του ΚΔΔ (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3354/1991 7μ, 2864/1996 κ.ά.).

Περαιτέρω, η από 11.3.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.) «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών του κορωνοϊού COVID-19» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 55/11.3.2020), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 76/3.4.2020), στο άρθρο 2 υπό τον τίτλο “Αναστολή είσπραξης βεβαιωμένων οφειλών και παράταση προθεσμίας καταβολής δόσεων” ορίζει ότι: «1. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πέμπτο της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 68/20.3.2020)] Σε επιχειρήσεις που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 καθώς και σε μισθωτούς των επιχειρήσεων αυτών, δύναται να παρατείνεται η προθεσμία καταβολής και να αναστέλλονται η είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών στις Δ.Ο.Υ ή τα Ελεγκτικά Κέντρα, καθώς και οι προθεσμίες καταβολής των δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών. Κατά το χρονικό διάστημα παράτασης της προθεσμίας και αναστολής καταβολής των βεβαιωμένων οφειλών και των δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών, τα οφειλόμενα ποσά δεν επιβαρύνονται με τόκους ή προσαυξήσεις… [Όπως τα επόμενα δύο εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο πρώτο της από 30.3.2020 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 75/30.3.2020) και εφαρμόζονται για οφειλές που θα καταβληθούν μετά την έναρξη ισχύος της] Για τις ως άνω επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα που προσδιορίζονται με τις αποφάσεις της παρ. 2 εκπίπτει ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των δόσεων των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών τους με ημερομηνία καταβολής από τις 30 Μαρτίου 2020 έως και τις 30 Απριλίου 2020, εφόσον αυτές καταβάλλονται εμπρόθεσμα. Σε περίπτωση οφειλών που τελούν σε καθεστώς ρύθμισης/διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εκπίπτει ποσοστό εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) του ποσού της δόσης της ρύθμισης. Από το ευεργέτημα του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι οφειλές από ΦΠΑ και παρακρατούμενους φόρους που δεν έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης/διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, καθώς και οφειλές που προέρχονται από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων και χρέη υπέρ αλλοδαπού Δημοσίου. [Όπως τα επόμενα δύο εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 90/1.5.2020)] Η έκπτωση ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του τέταρτου εδαφίου ισχύει και για οφειλές της παρούσας που καταβλήθηκαν από τις 11 Μαρτίου 2020 έως και τις 29 Μαρτίου 2020, και διενεργείται μέσω συμψηφισμού ποσού ίσου με το ποσό της έκπτωσης με άλλες βεβαιωμένες οφειλές, ή δόσεις ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής στη Φορολογική Διοίκηση, οι οποίες έχουν καταληκτικές ημερομηνίες καταβολής μετά από την 1η Ιουνίου 2020. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, δύναται να καθορίζονται προγενέστερη ή μεταγενέστερη ημερομηνία της 1ης Ιουνίου 2020, ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου. 2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, προσδιορίζονται οι πληγείσες επιχειρήσεις ανά κλάδο και ανά περιοχή, και οι μισθωτοί τους το χρονικό διάστημα παράτασης της προθεσμίας καταβολής και αναστολής είσπραξης των βεβαιωμένων οφειλών και των δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.».

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου η διαφορά που γεννήθηκε από την απόρριψη εκ μέρους της φορολογικής αρχής του αιτήματος της προσφεύγουσας εταιρίας να εκπέσει ποσοστό 25% του ΦΜΑ που κατέβαλε σε εκτέλεση Πράξης Οριστικού Διορθωτικού Προσδιορισμού ΦΜΑ του Προϊσταμένου της ίδιας φορολογικής αρχής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της από 11.3.2020 ΠΝΠ, αφορά την αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής της εταιρίας, έχει δηλαδή αντικείμενο ευθέως και αναγκαίως συναπτόμενο προς συγκεκριμένη φορολογική της υποχρέωση. Η αμφισβήτηση δεν αφορά την νομιμότητα της ίδιας της πράξης βεβαίωσης αλλά την ακρίβεια του καθορισμού του ποσού του ΦΜΑ που οφείλει η εταιρία. Εφόσον, λοιπόν, η ένδικη αμφισβήτηση συνδέεται άμεσα προς συγκεκριμένη φορολογική ενοχή της προσφεύγουσας, δεν αποτελεί διαφορά περί την εκτέλεση, αλλά φορολογική διαφορά ουσίας υπαγόμενη στην αρμοδιότητα της ΔΕΔ και, ακολούθως, κατόπιν άσκησης προσφυγής κατ’ άρθρο 63 του ΚΔΔ, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο έκρινε ‘ότι παραδεκτώς ασκήθηκε το υπό κρίση ένδικο βοήθημα και ότι η ΔΕΔ, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της απεφάνθη πως είναι αναρμόδια να κρίνει την ένδικη διαφορά λόγω της φύσης της ως διαφοράς εκτέλεσης, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Δέχεται την προσφυγή και αναπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου να ασκήσει την αρμοδιότητά της (ΣτΕ 2095/2022, 2465/2018),

 

Αριθμός απόφασης: Α1527/2023 (Τμήμα 9ο Μονομελές), Δικαστής: Α. Γκούντουβα, Πρωτοδίκης ΔΔ, Θέμα: Δικανική ικανότητα ανώνυμης εταιρίας μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισης. Εφόσον ορίστηκε προσωρινή διοίκηση της εταιρίας με δικαστική απόφαση, η Γενική Συνέλευση αυτής στερείται αρμοδιότητας διορισμού εκκαθαριστών.

 

Με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της προσφεύγουσας ανώνυμης εταιρίας (ΑΕ) κατά Οριστικής Πράξης Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος, οικονομικού έτους 2003. Με την τελευταία αυτή πράξη, κατόπιν ελέγχου, προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά τα καθαρά κέρδη της προσφεύγουσας και καταλογίστηκε σε βάρος της κύριος φόρος εισοδήματος πλέον πρόσθετου φόρου ανακρίβειας.

Η ανώνυμη εταιρία έχει την ικανότητα να είναι διάδικος στη διοικητική δίκη και εκπροσωπείται νομίμως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατ’ αρχάς από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 48α του ν. 2190/1920, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (και ήδη του οικείου νομάρχη), η οποία υπόκειται στις διατυπώσεις δημοσιότητας των άρθρων 7α και 7β του ίδιου νόμου, είναι δυνατή η ανάκληση της άδειας σύστασης ανώνυμης εταιρίας σε περίπτωση παράλειψης υποβολής στην αρμόδια αρχή των ισολογισμών τριών τουλάχιστον διαχειριστικών ετών, οπότε η ανώνυμη εταιρία τίθεται υπό εκκαθάριση. Και ναι μεν, κατά το στάδιο αυτό, θεωρείται ότι υπάρχει το νομικό πρόσωπο της για την παραπάνω αιτία λυθείσας εταιρίας, μέχρι όμως τον χρόνο διορισμού των εκκαθαριστών αυτού η ανώνυμη εταιρία τελεί χωρίς νόμιμη εκπροσώπηση. Και τούτο διότι, όπως συνάγεται από τη σαφή γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 48 παρ.2 του ν. 2190/1920 (που ομιλεί για “τέως” διοικητικό συμβούλιο), στην οποία παραπέμπει το ως άνω άρθρο 48α - μάλιστα δε και εξ αντιδιαστολής προς τη διάταξη του άρθρου 47α παρ. 3 [κατά την οποία, στην ειδική περίπτωση όπου η εταιρία λύεται λόγω παρελεύσεως του ορισθέντος χρόνου διαρκείας της (οπότε και εισέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθαρίσεως, χωρίς να απαιτείται δημοσίευση)], το διοικητικό συμβούλιο εκτελεί εκ του νόμου «χρέη εκκαθαριστού μέχρι του διορισμού εκκαθαριστών υπό της γενικής συνελεύσεως»], μετά τη θέση ανώνυμης εταιρίας σε εκκαθάριση συνεπεία της λύσεώς της για την παραπάνω αιτία και μέχρι να τελειώσει το στάδιο αυτό, παύει η ανήκουσα στα μέχρι τότε αρμόδια όργανα αυτής εξουσία εκπροσώπησής της (ΣτΕ 1062/2020, 515 -6/1999, Α.Π. 609/1985, πρβλ και Α.Π. 1663/2011, 1007, 1192/2013). Και ναι μεν το άρθρο 49 του ν. 2190/1920 (στο οποίο επίσης παραπέμπει το ως άνω άρθρο 48α) προβλέπει στην παράγραφο 7 αυτού (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ν. 2339/1995), ότι: «Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου», η διάταξη όμως αυτή, κατά την έννοιά της, εν όψει και των ως άνω ειδικών (και μη ενιαίων για κάθε περίπτωση λύσης της ΑΕ) ρυθμίσεων, δεν σκοπεί, πάντως, στο να καταστήσει, σε κάθε ανεξαιρέτως περίπτωση (συνεπώς και στην εξεταζόμενη) το (τέως) διοικητικό συμβούλιο λυθείσης ανώνυμης εταιρίας εκ του νόμου εκκαθαριστή αυτής μέχρι τον ορισμό αυτού (ή αυτών) από τα αρμόδια όργανα, αλλά έχει την έννοια ότι, μετά τον εν λόγω διορισμό παύει η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου σε όσες περιπτώσεις είχε, κατά τις ειδικότερες διατάξεις του ν. 2190/1920, κατ’ εξαίρεση, και μέχρι τότε, διατηρηθεί υπέρ αυτού (βλ. ΣτΕ 1062/2020). Εξάλλου, σε περίπτωση αδυναμίας σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης και εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου εφαρμοστέο τυγχάνει το άρθρο 69 του ΑΚ. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και για το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας (πρβλ. Α.Π. 1392/2014), επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων του νομικού προσώπου και των τρίτων προσώπων (εταίρων, πιστωτών) που σχετίζονται με αυτό, αλλά και του ευρύτερου συνόλου, ενόψει της σημασίας που έχουν τα νομικά πρόσωπα και ιδιαίτερα οι εμπορικές εταιρίες, ως μέσο άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, και εξασφαλίζεται η διοίκηση και εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας (βλ. Ολομ. Α.Π. 5/2004). Με τη διορίζουσα την προσωρινή διοίκηση δικαστική απόφαση καθορίζονται τόσο οι εξουσίες αυτής, όσο και η θητεία της. Τούτου παρέπεται ότι οι εξουσίες της προσωρινής διοίκησης που ορίζεται κατά το άρθρο 69 ΑΚ είναι χρονικά περιορισμένες και, επομένως, εάν η προσωρινή διοίκηση διορίστηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα, το λειτούργημά της και συνακόλουθα και η ιδιότητα των μελών της λήγουν αυτοδίκαια με την πάροδο του χρόνου αυτού, έστω και αν δεν έπαψε να υπάρχει ο λόγος που προκάλεσε το διορισμό τους (βλ. Εφ.Αθ. 1101/2017, 8408/1988, πρβλ.Α.Π. 255/1958, Εφ.Πειρ 285/1997, βλ.σχετ. και Ολ. Α.Π. 5/2004 κατά την οποία μετά τη λήξη της θητείας του μέλους η επίδοση δικογράφου σ’ αυτό δεν παράγει έννομες συνέπειες).

Στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας), ορίστηκαν εκκαθαριστές της προσφεύγουσας τρία πρόσωπα, χωρίς να παραχωρείται σε καθέναν από αυτούς η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας μεμονωμένα. Η εντολή που δόθηκε από το δικαστήριο στα ανωτέρω τρία πρόσωπα ήταν, από κοινού, να διενεργήσουν την εκκαθάριση της προσφεύγουσας σύμφωνα με τον νόμο και το καταστατικό της χωρίς καθορισμό συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου εντός του οποίου το έργο αυτό θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί. Ακολούθως, η Γενική Συνέλευση της προσφεύγουσας αποφάσισε τη μείωση του αριθμού των εκκαθαριστών από τρεις σε έναν, τροποποιώντας αντίστοιχα άρθρο του καταστατικού της και, περαιτέρω, διόρισε ως εκκαθαριστή ένα εκ των άνω προσώπων με την εντολή να διενεργήσει την εκκαθάριση της εταιρίας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον νόμο “αρχής γενομένης από της εγκρίσεως της δια των αποφάσεων της παρούσας Γενικής Συνέλευσης σχετικής τροποποίησης του Καταστατικού της εταιρείας”. Το Δικαστήριο συνεκτιμώντας ότι ήδη από το έτος 2007 είχε ανακληθεί η άδεια σύστασης της προσφεύγουσας χωρίς να ακολουθήσει ορισμός εκκαθαριστή της εταιρίας από τα αρμόδια όργανα αυτής έκρινε ότι η Γενική Συνέλευση των μετόχων της προσφεύγουσας ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί πως συνήλθε νομίμως, δεν είχε κατά τον χρόνο αυτό εξουσία ορισμού ενός προσώπου ως μοναδικού εκκαθαριστή της εταιρίας διότι οι εκκαθαριστές της εταιρίας είχαν ήδη οριστεί σε προηγούμενο χρόνο με δικαστική απόφαση (την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας), η οποία δεν ανακλήθηκε ούτε ακυρώθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. Συνεπώς, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης προσφυγής και συζήτησης αυτής, κρίθηκε ότι εξουσία δικαστικής εκπροσώπησης της προσφεύγουσας είχαν οι τρεις δικαστικά διορισμένοι εκκαθαριστές της ενεργούντες από κοινού. Απορρίπτει την προσφυγή.

 

Αριθμός Απόφασης: 945/2023 (12ο Τριμελές), Πρόεδρος: Χ. Βλαστού, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ Εισηγήτρια: Μ. Μερίκα, Πάρεδρος ΔΔ Θέμα: Διαδοχική ασφάλιση - Ερμηνεία του άρθρου 19 του ν.4387/2016

 

Με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση απόφασης ΤΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας κατά της απόφασης της Διευθύντριας του αρμόδιου Τοπικού Υποκαταστήματος, δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, ανακλήθηκαν οι αποφάσεις περί χορήγησης σε αυτήν σύνταξης αναπηρίας από κοινή νόσο, κατόπιν υποβολής αίτησής της στις 28.12.2016 (πλάσματι υποβληθείσας την 1.1.2017).

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του νδ.4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν.1405/1983 (Α΄ 180) και το άρθρο 14 του ν.1902/1990 (Α΄ 138) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), συνάγεται ότι η συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων βάσει των διατάξεων της νομοθεσίας περί διαδοχικής ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται και μετά την ισχύ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του, αποτελεί δικαίωμα αυτών, οι οποίοι μπορούν να επιδιώξουν και αυτοτελή από κάθε ασφαλιστικό οργανισμό συνταξιοδότηση, και για αυτό και χωρεί πάντοτε ύστερα από σχετικό αίτημά τους. Σε μία τέτοια περίπτωση, ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα του ασφαλισμένου να επιλέξει την αυτοτελή συνταξιοδότησή του, εφόσον θεωρεί ότι το καθεστώς αυτό είναι ευνοϊκότερο από την αυτοτελή συνταξιοδότησή του από έναν μόνο οργανισμό. Ως εκ τούτου, ο ασφαλιστικός οργανισμός, στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση συνταξιοδότησης, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διαδοχικής ασφάλισης, όταν δεν υπάρχει ρητό αίτημα του ασφαλισμένου προς τούτο, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων εξακολουθεί ν’ αποτελεί επιλογή του.

Περαιτέρω, αιτήσεις χορήγησης κύριας σύνταξης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι μετά τις 12.5.2016, εξετάζονται από τον ΕΦΚΑ, ο οποίος εφαρμόζει ανάλογα τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης που εισάγονται στο άρθρο 19 του ιδίου νόμου. Επιπροσθέτως, για τους απαριθμούμενους στο άρθρο 53 του ν. 4387/2016 φορείς, οι οποίοι από 1.1.2017 εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ, η εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης δεν είναι υποχρεωτική για τους χρόνους που έχουν πραγματοποιηθεί έως 31.12.2016, ενώ η δυνατότητα μη εφαρμογής των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, όπως ίσχυε με το προγενέστερο καθεστώς, εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ του ΕΦΚΑ και των φορέων που δεν εντάχθηκαν σε αυτόν μετά την 1.1.2017. Αντιστοίχως, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016, η δυνατότητα του ασφαλισμένου να επιλέξει τον συνυπολογισμό ή μη του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης που έχει διανύσει σε κάποιον από τους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς, παρέχεται πλέον υπό την προϋπόθεση ότι, μετά την 1.1.2017, δεν ασφαλίζεται στον ΕΦΚΑ για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου πρώην φορέα του οποίου δεν επιθυμεί την προσμέτρηση χρόνου του, ενώ δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε εντασσόμενου φορέα. Συνεπώς, ασφαλισμένος που έχει χρόνο ασφάλισης σε εντασσόμενο φορέα μετά την 1.1.2017, δηλαδή έχει χρόνο ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, δεν δύναται να αποποιηθεί τον διανυθέντα σε αυτόν χρόνο ασφάλισης, ο οποίος λογίζεται ως ενιαίος, και, επομένως, κατά την θεμελίωση και τον υπολογισμό της σύνταξης που θα του χορηγηθεί, λαμβάνεται υπόψη υποχρεωτικά ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί στον εντασσόμενο φορέα, τόσο πριν την 1.1.2017, όσο και μετά. Τέλος, αρμόδιος φορέας για την εξέταση της αίτησης συνταξιοδότησης καθίσταται ο τελευταίος οργανισμός, στον οποίο ο αιτών ήταν ασφαλισμένος κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής του, όπως ορίζει το εδ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016, το οποίο παραπέμπει για ανάλογη εφαρμογή, αποκλειστικά για το ζήτημα της εύρεσης του αρμόδιου φορέα, στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του νδ 4202/1961 (Α` 175), όπως αυτές τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με μεταγενέστερες διατάξεις νόμων.

Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι από τις 13.5.2016 και εφεξής, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ως άνω νόμου, ως προς το ζήτημα της διαδοχικής ασφάλισης, β) ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει τον μη συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον e- ΕΦΚΑ φορείς, υπό την προϋπόθεση ότι, μετά την 1.1.2017, δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα, του οποίου τον διανυθέντα χρόνο επιθυμεί να αποποιηθεί, γ) χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί σε φορέα που εντάχθηκε στον e- ΕΦΚΑ μετά την 1.1.2017 λαμβάνεται υπόψη υποχρεωτικά ως ενιαίος, κατά την θεμελίωση και τον υπολογισμό της σύνταξης, τόσο για το διάστημα πριν την 1.1.2017 όσο και για μετά, δ) δυνάμει του άρθρου 53 παρ. 1 περ. Δ΄, ο ΟΑΕΕ εντάχθηκε από 1.1.2017 στον e- ΕΦΚΑ, ε) η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης στις 28.12.2016 (πλάσματι υποβληθείσα την 1.1.2017), ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στ) της χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας από κοινή νόσο δυνάμει αποφάσεων οργάνων του τ. ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, βάσει του διανυθέντος σε αυτό χρόνου, ζ) μετά από επανέλεγχο της σωστής κρίσης του ασφαλιστικού οργάνου για τη χορήγηση της ως άνω σύνταξης αναπηρίας, περιήλθε σε γνώση της αρμόδιας Υπηρεσίας του τ. ΙΚΑ- ΕΤΑΜ ότι η προσφεύγουσα έχει χρόνο ασφάλισης στον τ. ΟΑΕΕ μετά την 1.1.2017, έκρινε ότι νομίμως και ορθώς ανακλήθηκαν οι αποφάσεις, με τις οποίες είχε χορηγηθεί στην προσφεύγουσα σύνταξη αναπηρίας από κοινή νόσο. Απορρίπτει την προσφυγή.

 

Αριθμός απόφασης: ΑΔ18/2023 (Τμήμα 12ο Τριμελές), Πρόεδρος: Χ. Βλαστού, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, Εισηγήτρια: Μ. Μερίκα, Πάρεδρος ΔΔ, Θέμα: Άδεια διαμονής για παραμονή στην Ελλάδα σπουδαστών με σκοπό την αναζήτηση εργασίας- Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 41 του ν. 4251/2014- Εφαρμογή του άρθρου 336 παρ.1 του ΚΠολΔ- Ανωτέρα βία.

 

Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για ανανέωση άδειας διαμονής για παραμονή στην Ελλάδα σπουδαστή με σκοπό την αναζήτηση εργασίας ή την επιχειρηματικότητα, κατά τις διατάξεις του ν. 4251/2014. Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι «δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για να λάβει άδεια διαμονής (...) σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν. 4251/2014, όπως ισχύει διότι: α) το διάστημα του ενός (1) έτους από τη λήξη της άδειας διαμονής που χορηγήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 4251/2014, προκειμένου να αναζητήσει εργασία ή να συστήσει επιχείρηση, έχει εν τοις πράγμασι παρέλθει με την παράταση αδειών λόγω πανδημίας χωρίς να καταφέρει σε αυτό να βρει εργασία. Παρόλο που προσκομίζει αποδείξεις για δύο (2) συνεντεύξεις … χωρίς όμως αυτές να καταλήξουν σε πρόσληψη, β) δεν έχει προσκομίσει το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ακόμα και μετά την προθεσμία δύο (2) μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 41 παρ. 6 του ν. 4251/2014, γ) προσκομίζει λογαριασμό ασφάλισης εργαζομένου με κωδ. 115 (βαρέα πρώην ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), κωδικός που δεν αντιστοιχεί  στη βαθμίδα σπουδών, που έχει ολοκληρώσει (…), απαραίτητη προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας διαμονής σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 41 του ν. 4251/2014 όπως ισχύει.».

Σύμφωνα με την σαφή έννοια του άρθρου 41 του ν. 4251/2014, οι αιτούντες άδεια διαμονής με σκοπό την αναζήτηση εργασίας οφείλουν να προσκομίσουν δικαιολογητικά, από τα οποία πρέπει να προκύπτει η πραγματική πιθανότητα της πρόσληψής τους σε θέση εργασίας όπου απαιτείται ως ελάχιστη προϋπόθεση η κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μετά από τουλάχιστον τρεις (3) μήνες από την έκδοση της άδειας διαμονής και, σε κάθε περίπτωση, έως τη λήξη αυτής, και όχι κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησής τους για χορήγηση της επίμαχης άδειας διαμονής. Συνεπώς, η έκδοση της άδειας διαμονής που προβλέπεται από την παρ. 3 του ως άνω άρθρου συνιστά το γεγονός από το οποίο εκκινεί η προθεσμία για την προσκόμιση από την αιτούσα των αποδείξεων της πραγματικής πιθανότητας πρόσληψής της σε θέση εργασίας, όπου απαιτείται ως ελάχιστη προϋπόθεση η κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία έχει ως ελάχιστο χρόνο τους τρεις (3) μήνες από την έκδοση αυτής και ως απώτατο χρόνο τη λήξη της, μετά την πάροδο του ενός (1) έτους. Τούτο συνεπάγεται ότι η ίδια η διάταξη αποκλείει την πλήρωση των όρων έκδοσης της εν λόγω άδειας διαμονής αναδρομικά, ήτοι από το χρόνο λήξης της προηγούμενης άδειας διαμονής, που, άλλωστε, ερειδόταν επί διαφορετικής νομικής και πραγματικής βάσης (σπουδές), ο οποίος, εν προκειμένω, έχει ήδη παρέλθει, καθώς κάτι τέτοιο θα καθιστούσε αδύνατη την εφαρμογή της. Πέραν τούτων, οι έκτακτες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού SARS-CoV-2, οι οποίες λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, ως πασίδηλο γεγονός, σύμφωνα με το άρθρο 336 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως, δυνάμει του άρθρου 40 του πδ 18/1989, συνέτρεχαν και εν προκειμένω, τόσο ατομικώς για την αιτούσα, κωλύοντας την πρόσβασή της στην αγορά εργασίας, όσο και για την ίδια την Υπηρεσία, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την ορθή εξυπηρέτηση των αιτούντων. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Διοίκηση, εκτιμώντας ότι η αιτούσα όφειλε να πληροί τους όρους της αιτούμενης άδειας διαμονής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41 του ν. 4251/2014, και μάλιστα αναδρομικώς, από το χρόνο λήξης των προγενέστερων αδειών που αυτή είχε ήδη λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ιδίου νόμου, και η ισχύς των οποίων είχε παραταθεί διαδοχικά λόγω της πανδημίας και της συνεπαγόμενης μη ομαλής λειτουργίας της Υπηρεσίας, με μη νόμιμη αιτιολογία απέρριψε την ένδικη αίτηση. Επιπροσθέτως, έκρινε ότι η μη προσκόμιση αντιγράφου του μεταπτυχιακού διπλώματος από την αιτούσα εντός της προβλεπόμενης από την εφαρμοσθείσα διάταξη προθεσμίας οφείλόταν σε λόγο ανωτέρας βίας, τον οποίο βασίμως αυτή επικαλέσθηκε. Τέλος, η Διοίκηση όφειλε να εξετάσει την πιθανότητα πρόσληψης της αιτούσας σε αναλογούσα θέση εργασίας και όχι καθεαυτό το γεγονός της πρόσληψης, όπως προκύπτει και από την γραμματική ερμηνεία της εφαρμοσθείσας διάταξης. Εντούτοις, δεν εξέφερε κρίση για το εάν από τα συνυποβαλλόμενα με την αίτηση δικαιολογητικά διαπιστώθηκε ή όχι πραγματική πιθανότητα πρόσληψής της αιτούσας αλλοδαπής, αλλά αρκέστηκε στο γεγονός ότι οι συνεντεύξεις δεν κατέληξαν σε πρόσληψη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης. Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει και αναπέμπει στη Διοίκηση για νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση.

 

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Αριθμός Απόφασης: 2737/2022 (10ο Μονομελές) Δικαστής: Μ. Πάνου, Πρωτοδίκης Δ.Δ. - Θέμα: Αγωγή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα κατά της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) για παράλειψη χορήγησης κανονικής άδειας σε μέλος της και αίτημα για μελλοντική χορήγηση. Νομική φύση ΑΕΠΠ και σχέση απασχόλησης των μελών της.

 

Mε την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα, η οποία διορίσθηκε σε θέση μέλους της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) κατόπιν συμμετοχής της σε διαγωνισμό του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι (Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών -ΑΕΠΠ και ήδη Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων – ΕΑΔΗΣΥ και Ελληνικό Δημόσιο), να της καταβάλουν, αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς της, παράλειψης της εναγόμενης Αρχής να της χορηγήσει κανονική άδεια για τα έτη 2017 έως 2020, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του Αστικού Κώδικα) και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την ως άνω αιτία.

Αίτημα της ενάγουσας περί χορήγησης εφεξής κανονικής άδειας κρίθηκε ότι δεν αφορά σε γεννημένη κατά την άσκηση της αγωγής αξίωσή της, αλλά έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, και συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με τα άρθρα 71 παρ. 1 και 73 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ). Τούτο δε διότι με την αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διώκεται μόνο η ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, αίτημα της οποίας είναι είτε η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής είτε η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης και όχι η διαμόρφωση δικαιώματος ή η διάπλαση έννομης σχέσης. Περαιτέρω, δε κρίθηκε ότι η ΑΕΠΠ, και ήδη ΕΑΔΗΣΥ  (άρθρων 1, 2, 3 παρ. 1 και 3, και 17 του ν. 4912/2022 , ΦΕΚ Α΄ 59/17.3.2022),, έχει, ως ανεξάρτητη αρχή, δυνάμει των άρθρων 345 επ. του βιβλίου IV του ν. 4412/2016, ικανότητα διαδίκου (πρβλ. ΣτΕ 2010/2022, 1609/2022, 1606/2022 κ.ά.). Δεδομένου δε ότι με την κρινόμενη αγωγή αποδίδονται παράνομες παραλείψεις σε όργανα της ΑΕΠΠ και ότι, για την πραγμάτωση του σκοπού της η Αρχή αυτή έχει οικονομική αυτοτέλεια σε σχέση με το Δημόσιο, κρίθηκε ότι το τελευταίο δεν νομιμοποιείται παθητικώς (πρβλ. ΣτΕ 390/2019, 787/2017, 1535/2016, 2783/2015 επταμ) και αποβληθηκε από τη δίκη, η δε παράστασή του κηρύχθηκε άκυρη.

Από το άρθρο 103 του Συντάγματος συνάγεται ότι οι οργανικές θέσεις του προσωπικού των δημόσιων εν γένει υπηρεσιών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατ’ αρχήν, απαιτείται να πληρούνται με τακτικούς υπαλλήλους, δεν αποκλείεται όμως και η πλήρωση αυτών, εξαιρετικώς, με υπαλλήλους επί θητεία, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της θητείας τους απολαύουν όλων των εγγυήσεων της μονιμότητας. Η παρέκκλιση όμως αυτή από τον κανόνα περί πληρώσεως των οργανικών θέσεων με τακτικούς υπαλλήλους είναι ανεκτή συνταγματικώς, αν δικαιολογείται από την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσης, κατά την κρίση γι’ αυτό του νομοθέτη, του κύρους των σχετικών διατάξεων ελεγχομένου συνταγματικώς υπό την ως άνω έννοια. Η πλήρωση, με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, οργανικών θέσεων με διορισμό υπαλλήλων επί θητεία δεν αποκλείεται από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 103 του Συντάγματος, διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στο διαφορετικό ζήτημα της πρόσληψης μετακλητών υπαλλήλων, οι οποίοι δεν καλύπτονται από τις συνταγματικές εγγυήσεις της μονιμότητας (βλ. ΣτΕ 956/2011 Ολομ., 1770/1983 Ολομ.). Ειδικότερα, όπως παγίως έχει κριθεί, ο υπάλληλος επί θητεία απολαύει κατά τη διάρκεια της θητείας του, δηλαδή μέχρι την εκπνοή του χρόνου για τον οποίο διορίσθηκε στην κατεχόμενη από αυτόν θέση και εφόσον η θέση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται (δεν έχει καταργηθεί με νόμο), της ίδιας, όπως και ο μόνιμος υπάλληλος, συνταγματικής προστασίας .

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4412/2016, τα μέλη της ΑΕΠΠ, η οποία αποτελεί ανεξάρτητη αρχή μη κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για πενταετή θητεία, αφού επιλεγούν από το ΑΣΕΠ, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για την πλήρωση θέσεων υπαλλήλων επί θητεία. Τα μέλη της ΑΕΠΠ είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Υπόκεινται σε ειδικές απαγορεύσεις, κωλύματα και ασυμβίβαστα και σε ειδική πειθαρχική διαδικασία, επί της οποίας εφαρμόζεται, συμπληρωματικά, ο Κώδικας Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων νπδδ. Επίσης, τα μέλη της ΑΕΠΠ συμμετέχουν σε τριμελή Κλιμάκια, τα οποία οφείλουν να εκδίδουν αποφάσεις επί των προδικαστικών προσφυγών που εξετάζονται ενώπιόν τους εντός αποκλειστικής προθεσμίας. Οι αποφάσεις αυτές των Κλιμακίων είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, που μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα προκύπτει ότι τα μέλη της ΑΕΠΠ απασχολούνται με σχέση δημοσίου δικαίου επί θητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας μάλιστα απολαμβάνουν όλων των εγγυήσεων της μονιμότητας. Επομένως, τα μέλη της ΑΕΠΠ διέπονται από τις ειδικές διατάξεις που αφορούν την εν λόγω Αρχή και συμπληρωματικά, για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές αυτές διατάξεις, υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων νπδδ (ν. 3528/2007), σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού. Εν προκειμένω, η νομοθεσία για την ΑΕΠΠ δεν διαλαμβάνει διατάξεις περί χορήγησης κανονικής άδειας στα μέλη της. Με βάση όμως τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με την κατοχύρωση του εν λόγω δικαιώματος στο ενωσιακό δίκαιο για όλους τους εργαζομένους, ασχέτως αν απασχολούνται με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 7 της ως άνω Οδηγίας 2003/88/ΕΚ και άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρέπει να γίνει δεκτό ότι και τα μέλη της ΑΕΠΠ έχουν δικαίωμα σε κανονική άδεια, η άσκηση του οποίου διέπεται από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων νπδδ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Κώδικα αυτού, κάθε έτος χορηγείται στον υπάλληλο, κατόπιν αίτησής του, άλλως υποχρεωτικά, η προβλεπόμενη κανονική άδεια. Σε περίπτωση δε συνδρομής έκτακτων αναγκών της υπηρεσίας και μετά από έγκριση του αρμόδιου οργάνου, επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται εντός του έτους η κανονική άδεια, η οποία όμως πρέπει να χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, δεν χορηγήθηκε στην ενάγουσα κανονική άδεια για τα έτη 2017-2020. Και τούτο παρά το γεγονός ότι αυτή υπέβαλε δύο φορές σχετικό αίτημα, ενώ, κατά τα προαναφερθέντα, η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη εκ του νόμου να της χορηγεί άδεια κάθε έτος, ακόμα και χωρίς την υποβολή τέτοιου αιτήματος. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εναγόμενη Αρχή παρανόμως παρέλειψε να χορηγήσει κανονική άδεια στην ενάγουσα για τα έτη 2017 - 2020, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την ίδια. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της Αρχής ότι η μη χορήγηση κανονικής άδειας στην ενάγουσα οφειλόταν σε υπηρεσιακές ανάγκες, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι - πέρα από το γεγονός ότι δεν προκύπτει η χορήγηση σχετικής έγκρισης από το αρμόδιο όργανο της ΑΕΠΠ - πάντως, η ενάγουσα δεν έλαβε την άδεια του προηγούμενου έτους ούτε κατά το αμέσως επόμενο έτος, όπως επιτάσσει το άρθρο 49 του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων νπδδ. Επίσης, για τους παραπάνω λόγους, δεν ασκεί επιρροή και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν μπορούσε να βρει αναπληρωτή της ενάγουσας, λόγω του περιορισμένου αριθμού των μελών που υπηρετούσαν σε αυτή κατά τα παραπάνω έτη.

Όσον αφορά την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι υπό το καθεστώς του ν. 3528/2007 δεν προβλέπεται πλέον για τους δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς η αξίωση λήψης αποζημίωσης για τη μη χορήγηση σε αυτούς, μέχρι τέλους του έτους, ολόκληρης της κανονικής τους άδειας, η οποία προβλεπόταν από την παρ. 3 του άρθρου 102 του προϊσχύσαντος πδ 611/1977 (Υπαλληλικός Κώδικας, ΦΕΚ Α΄ 198), αλλά αντί αυτής η υποχρεωτική μεταφορά της τυχόν μη χορηγηθείσας άδειας στο επόμενο έτος. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ενάγουσα δεν υπέστη περιουσιακή ζημία τελούσα σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη παράλειψη χορήγησης της άδειας, εφόσον δεν εδικαιούτο, κατά τα ανωτέρω, την προβλεπόμενη στο προϊσχύσαν πδ 611/1977 αποζημίωση. Εξάλλου, οι υπάλληλοι των υπηρεσιών του Δημοσίου με σχέση δημοσίου δικαίου τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες εργασίας (υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση) σε σχέση με τους υπαλλήλους του Δημοσίου που απασχολούνται με σχέση ιδιωτικού δικαίου, καθώς και με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα. Επομένως, οι διατάξεις που εφαρμόζονται στις δύο τελευταίες κατηγορίες υπαλλήλων, ως προς τη χορήγηση αποζημίωσης σε περίπτωση μη λήψης κανονικής άδειας (βλ. αντιστοίχως, άρθρο 20 π.δ. 410/1988 και άρθρο 2 του αν 539/1945 σε συνδυασμό με τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας), δεν μπορούν να τύχουν επεκτατικής εφαρμογής στην περίπτωση της ενάγουσας. Τέλος, απορριπτέα κρίθηκε η αγωγή και κατά την επικουρική βάση, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του Α.Κ.), δεδομένου ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω.

Όσον αφορά την ηθική βλάβη της ενάγουσας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι: α) το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας όλων των εργαζομένων είναι κατοχυρωμένο τόσο στο εθνικό δίκαιο όσο και στο ενωσιακό δίκαιο, β) το δικαίωμα αυτό, αποσκοπεί στην παροχή στον εργαζόμενο της δυνατότητας ανάπαυσης από την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων του, αναψυχής και ψυχαγωγίας, στο πλαίσιο της μέριμνας για την αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας κατά την εργασία και της υγείας του, γ) στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα απασχολείτο αδιαλείπτως στην εναγόμενη Αρχή επί τέσσερα συναπτά έτη, χωρίς της χορηγηθεί ουδέποτε κανονική άδεια, παρά το ότι υπέβαλε σχετικό αίτημα δύο φορές, ενώ σε κάθε περίπτωση, η λήψη της άδειας αυτής ήταν υποχρεωτική εκ του νόμου, δ) η ενάγουσα απασχολείτο στην ΑΕΠΠ υπό συνθήκες εντατικής εργασίας, δεδομένης της αποκλειστικής προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να φέρει εις πέρας τις υποθέσεις που χρεωνόταν κάθε φορά και ε) η παράνομη αυτή παράλειψη οπωσδήποτε της δημιούργησε αισθήματα έντονης κόπωσης, ψυχολογικής πίεσης, άγχους και εκνευρισμού, λόγω της υποχρέωσης παροχής εργασίας χωρίς διακοπή και ανάπαυση επί μακρό χρονικό διάστημα, προσβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσωπικότητά της. Για τους παραπάνω λόγους, και ενόψει του είδους και της διάρκειας της παρανομίας, της αποκλειστικής υπαιτιότητας της εναγομένης και της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής θέσης της ενάγουσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή υπέστη ηθική βλάβη λόγω της προαναφερθείσας παράνομης παράλειψης της εναγομένης, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας δικαιούται, κατά τα άρθρα 932, 57 και 59 του Α.Κ., το προσήκον και εύλογο ποσό των 1.200 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.


Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Αριθμός απόφασης: 1785/2022 (11ο Τριμελές, Πρόεδρος: Τ. Μαριά, Εισηγήτρια: Μ. Φακουρέλη) - Θέμα: Αγωγή του 105ΕισΝΑΚ. Αιφνίδια διακοπή λειτουργίας του ανελκυστήρα που βρίσκεται στο κτήριο όπου στεγάζεται το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά και εγκλεισμός των εναγόντων εντός αυτού. Παρανομία, πράξεις – παραλείψεις. Κακή συντήρηση του ανελκυστήρα συνεπεία της οποίας συνέβη το ατύχημα.

Ο ενάγων, ο οποίος μαζί με την ανήλικη κόρη του εγκλωβίσθηκε στον ανελκυστήρα που βρίσκεται στο κτήριο όπου στεγάζεται το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά κατόπιν αιφνίδιας διακοπής λειτουργίας του, άσκησε αγωγή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αιτούμενος αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη ο ίδιος και η ανήλικη κόρη του από παράνομες παραλείψεις οργάνων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

Το Δικαστήριο έκρινε αυτεπαγγέλτως ότι η αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από την ανήλικη ενάγουσα ιδίω ονόματι, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι αυτή ήταν ανήλικη τόσο κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής όσο και κατά τον χρόνο συζήτησης αυτής και δεν διέθετε, ως εκ τούτου, πλήρη δικαιοπρακτική και κατ’ επέκταση δικανική ικανότητα, όπως απαιτείται από το άρθρο 24 παρ.1 του ΚΔΔ. Αντιθέτως, η αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από την πρώτη ενάγουσα και τον δεύτερο ενάγοντα για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους (ως συνασκούντων τη γονική μέριμνα και ως εκ τούτου νόμιμων αντιπροσώπων του κατ’ άρθρο 24 παρ.3 του ΚΔΔ), ασκήθηκε παραδεκτώς

Στα πλαίσια της δίκης αυτής οι ενάγοντες απέδωσαν παράνομες παραλείψεις σε υπαλλήλους και λοιπούς προστηθέντες του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά καθώς και στο Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του εν λόγω Δικαστηρίου. Κρίθηκε, σχετικώς, ότι αρμόδια αρχή για τη σύνταξη της κατά την παρ. 1 του άρθρου 129 του ΚΔΔ, έκθεσης απόψεων, είναι η αρχή η οποία διευθύνει το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά και εκπροσωπεί τούτο, κατά τον νόμο, ενώπιον κάθε άλλης αρχής, άρα και ενώπιον των λοιπών Δικαστηρίων της Χώρας, ήτοι ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του εν λόγω Δικαστηρίου. Εξάλλου, η ως άνω αρχή υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης προς το οποίο έγιναν οι κατά τον νόμο επιδόσεις της κρινόμενης αγωγής. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται η αναγραφή στην έκθεση των απόψεων των στοιχείων νομιμοποίησης του συλλογικού οργάνου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, όπως της συγκρότησης, της σύνθεσης και της διάρκειας της θητείας του, προκειμένου η έκθεση αυτή να κριθεί νομίμως συνταχθείσα.

Σχετικά με το αίτημα των εναγόντων να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση σε οιοδήποτε άλλο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Ελληνικής Επικράτειας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι: α) σύμφωνα με την αρχή του φυσικού δικαστή (βλ. ΣτΕ 1580/2021 σκ. 14) και το άρθρο 7 παρ. 1 του ΚΔΔ, φυσικός δικαστής για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, καθόσον στην περιφέρεια αυτού εδρεύει η αρχή από παραλείψεις οργάνων της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, δημιουργήθηκε η διαφορά και στο οποίο, απευθύνθηκαν οι ενάγοντες καταθέτοντας την κρινόμενη αγωγή, β) οι δικαστές χαίρουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τόσο έναντι της εκτελεστικής όσο και έναντι της δικαστικής εξουσίας και δεν υπάγονται σε οιασδήποτε μορφής ιεραρχικό ή υπηρεσιακό έλεγχο για τη δικανική τους κρίση από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ή από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου υπηρετούν και γ) κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι δικαστές υπακούν μόνο στον νόμο και τη συνείδηση τους. Κατόπιν των ανωτέρω, και ενόψει των άρθρων 11 και 12 του ΚΔΔ, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οιονεί διοικητικής φύσεως υποχρέωση της σύνταξης έκθεσης απόψεων από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, καθώς και η εκδίκαση της τυχόν ασκηθείσας έφεσης κατά της οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, δεν συνιστά λόγο παραπομπής της υπόθεσης προς εκδίκαση σε άλλο Διοικητικό Δικαστήριο της Επικράτειας. Εξ άλλου, και υπό την εκδοχή ότι ο ως άνω ισχυρισμός των εναγόντων περί χειραγωγούμενης σύνθεσης, ήτοι περί δημιουργίας αμφιβολίας ως προς την αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων όλων των δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, ήθελε θεωρηθεί ως αίτηση εξαίρεσης αυτών από την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, αυτή κρίθηκε απορριπτέα, αφενός διότι τέτοια εξαίρεση δεν προτάθηκε προσηκόντως (παρ. 2 του άρθρου 17 του ΚΔΔ), αφετέρου, διότι δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης όλων των μελών του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν πάνω από πέντε δικαστές.

Από τις διατάξεις για τη λειτουργία και τη συντήρηση ανελκυστήρων (άρθρο 25 παρ. 2 του βδ 37/1966, ΦΑ/9.2/Οικ.28425/1245/22.12.2008 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων), συνάγεται η υποχρέωση τόσο του ιδιοκτήτη του κτιρίου όσο και του συντηρητή του ανελκυστήρα να μεριμνούν για τη σωστή και ασφαλή λειτουργία του, προβαίνοντας στις επιβαλλόμενες ενέργειες προς τούτο (έλεγχος, συντήρηση, αντικατάσταση εξαρτημάτων κλπ.) και τηρώντας τα ειδικά προβλεπόμενα στοιχεία για τις ενέργειες αυτές, ώστε να είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να ελεγχθεί και να διαπιστωθεί η κατάσταση και η πορεία λειτουργίας και συντήρησης του ανελκυστήρα. Οι υποχρεώσεις δε αυτές, η παράβαση των οποίων επισύρει και την επιβολή των σχετικών προστίμων, ισχύουν και προκειμένου για το Δημόσιο υπό την απαραίτητη προϋπόθεση το τελευταίο να είναι ιδιοκτήτης του κτιρίου στο οποίο λειτουργεί ο ανελκυστήρας (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 354/2004).

Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα εξής: α. Κατά τα υποστηριζόμενα με την αγωγή, η ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες συνδέεται αιτιωδώς με την πλημμελή συντήρηση του ανελκυστήρα εκ μέρους των υπευθύνων υπαλλήλων και λοιπών προστηθέντων του εναγομένου και με την πλημμελή εποπτεία αυτών από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά το οποίο δεν είχε αναθέσει, όπως προβάλλουν, τη μηνιαία συντήρηση του επίμαχου ανελκυστήρα σε υπεύθυνο αδειούχο συντηρητή με έγκυρη κατά νόμο καταρτισθείσα σύμβαση. β. Πλην, όμως, από σχετική αναφορά του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, προκύπτει ότι το ένδικο κτίριο, στο οποίο στεγάζεται το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, ανήκει κατά κυριότητα σε ιδιώτες γεγονός, εξ άλλου, για το οποίο οι ενάγοντες δεν αντιλέγουν. Οι εν λόγω ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητά τους αυτή υποχρεούνται, να αναθέτουν τη συντήρηση του ανελκυστήρα σε υπεύθυνο αδειούχο συντηρητή, να μεριμνούν για την περιοδική επιθεώρηση του ανελκυστήρα και να τηρούν τις λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη. γ. Οι ισχυρισμοί των εναγόντων σχετικά με το ότι οι συμβάσεις μίσθωσης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιοκτητών του κτιρίου είναι άκυρες, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι καθόσον η εγκυρότητα ή μη των συμβάσεων αυτών ουδεμία επιρροή ασκεί στο κρίσιμο για την κρινόμενη υπόθεση γεγονός ότι ιδιοκτήτης του κτιρίου και υπεύθυνος εκ του νόμου για τη συντήρηση του ένδικου ανελκυστήρα δεν είναι το εναγόμενο. δ. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο ανελκυστήρας παρουσίαζε συχνά λειτουργικά προβλήματα πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί παράλειψης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά να διορίσει και να απασχολήσει οδηγό ανελκυστήρα κατά τη λειτουργία αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι οι έχοντες το βάρος απόδειξης ενάγοντες δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν ότι ο ένδικος ανελκυστήρας δεν διέθετε σύστημα αυτόματης επιλογής και εκτέλεσης κλήσεων (COLLECTIVE-SELECTIVE), έλλειψη η οποία καθιστά τη συνοδεία οδηγού ανελκυστήρα απαραίτητη για τη λειτουργία του κατ’ άρθρο 25 παρ. 2 του β.δ. 37/1966. Μόνη δε η επίκληση της παλαιότητας του ανελκυστήρα από τους ενάγοντες δεν αρκεί. Ούτε εξ άλλου, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν ούτε και απέδειξαν ότι το ιστορούμενο στην αγωγή συμβάν οφείλεται σε αυθαίρετες υλικές ενέργειες υπαλλήλων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά ή του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης αυτού όσον αφορά στην εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση του ανελκυστήρα. Κατόπιν των ανωτέρω, κρίθηκε ότι οι έχοντες το βάρος απόδειξης ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι έλαβαν χώρα παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του εναγομένου οι οποίες να συνδέονται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα το οποίο επικαλούνται και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου, για αποζημίωση των εναγόντων με βάση το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Απορρίπτει την αγωγή.

Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Αριθμός Απόφασης: 2622/2023 (Τμήμα 12ο Τριμελές, Πρόεδρος: Χ. Βλαστού, Εισηγήτρια Μ. Μερίκα) - Θέμα: Πρόστιμο του άρθρου 54Ε του ν. 4174/2013 – χρόνος τέλεσης παράβασης- αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης - αρχή αναλογικότητας

 

Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά  προστίμων του άρθρου 54Ε παρ. 1 περ. β΄ του ν. 4174/2013 για την αποδοθείσα στον προσφεύγοντα παράβαση της μη προσκόμισης, μετά από πρόσκληση της φορολογικής Αρχής, των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών (ΦΗΜ) και των φορολογικών μνημών και αρχείων που δημιουργούν οι ΦΗΜ, καθώς και κατά προστίμου για την αποδοθείσα στον προσφεύγοντα παράβαση της μη υποβολής δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα (αλλαγή έδρας της επιχείρησης). Ενόψει της αρχής της οικονομίας της δίκης και δεδομένου ότι, αφενός, η δεύτερη παράβαση διαπιστώθηκε επ’ ευκαιρία του ίδιου ελέγχου και, αφετέρου, ότι δεν προβάλλεται αυτοτελής λόγος κατά της πράξης αυτής, δεν πρέπει να διαταχθεί χωρισμός του δικογράφου, αν και οι ως άνω πράξεις δεν είναι συναφείς (Άρθρο 122 παρ.2 ΚΔΔ). Αν και τα ζητηθέντα αρχεία αφορούν προγενέστερα φορολογικά έτη, οι αποδιδόμενες παραβάσεις τελέστηκαν με την άρνηση του προσφεύγοντος ν’ ανταποκριθεί στο αίτημα της φορολογικής Αρχής για προσκόμιση των ως άνω πληροφοριών και στοιχείων, ήτοι μετά την προσθήκη του άρθρου 54Ε του ν. 4174/2013 με το άρθρο 101 του ν. 4714/2020, με αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4864/2021, με την οποία τροποποιήθηκε η εφαρμοστέα διάταξη και θεσπίστηκαν ανώτατα όρια στα πρόστιμα, δεν προκύπτει ότι ο εξορθολογισμός των επίμαχων προστίμων είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου φορολογίας, είτε θεσπίζει καθεστώς μη συγκρίσιμο με την προηγούμενη μορφή του άρθρου, ώστε αιτιολογημένα να καταλαμβάνει μόνο τις υποθέσεις για τις οποίες μέχρι τις 29.11.2021 δεν έχουν εκδοθεί οριστικές πράξεις επιβολής προστίμου, κρίνει ότι στην προκείμενη περίπτωση έχει έδαφος εφαρμογής η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης. Εξάλλου, η αναδρομική εφαρμογή της σχετικής διάταξης με τις τροποποιήσεις του άρθρου 90 του ν. 4864/2021, είναι σύμφωνη και με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη ότι, τα ένδικα πρόστιμα, στα οποία πλέον θεσπίστηκαν ανώτατα όρια, επιβάλλονται με ένα αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού που συνεκτιμά το οικονομικό μέγεθός της ελεγχόμενης οντότητας (με σταθερό συντελεστή επί των δηλωθέντων εσόδων της) και τις λογιστικές υποχρεώσεις της (συνεκτίμηση της κατηγορίας των τηρουμένων από αυτήν βιβλίων) και δεν υπερακοντίζει τον επιδιωκόμενο σκοπό, που συνίσταται στην αποτροπή της μη καταχώρισης των παραστατικών πωλήσεων που εκδίδονται με τη χρήση ΦΗΜ στα λογιστικά βιβλία των υπόχρεων, η οποία τελείται από πλήθος οντοτήτων που δηλώνουν προσχηματικά απώλεια των ζητηθέντων αρχείων που παράγουν οι ΦΗΜ. Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.


Αριθμός Απόφασης: 205/2023 (Τμήμα 12ο Τριμελές, Πρόεδρος: Χ. Βλαστού, Εισηγήτρια Μ. Μερίκα) - Θέμα: ΦΠΑ για παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών σε ξένα πολεμικά πλοία τρίτων χωρών - Άρθρο 27 του ΚΦΠΑ - Εφαρμογή και ερμηνεία του άρθρου 148 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ - Τόπος παροχής υπηρεσιών - Βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων φοροαπαλλαγής

 

Με τις προσβαλλόμενες οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ καταλογίστηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας διαφορά φόρου και πρόστιμο του άρθρου 58Α του ΚΦΔ λόγω έκδοσης τιμολογίων που αφορούσαν  την εξυπηρέτηση και τον εφοδιασμό ξένων πολεμικών πλοίων εκτός ΝΑΤΟ χωρίς χρέωση ΦΠΑ, αν και οι κρίσιμες συναλλαγές δεν απαλλάσσονταν. Οι προβλεπόμενες από το άρθρο 27 του ν. 2859/2000 δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εμπίπτουν σε αυτές πράξεις που αφορούν ξένα πολεμικά πλοία, λόγω της αντικατάστασης της εφαρμοσθείσας διάταξης με το άρθρο 111 του ν. 4514/2018, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζεται από την 1.4.2018 και όχι κατά τα κρίσιμα έτη που πραγματοποιήθηκαν οι επίμαχες συναλλαγές, διότι στις εν λόγω απαλλαγές ενέπιπταν μόνο πλοία που χρησιμοποιούνταν από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και το Δημόσιο. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 375 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, η Ελλάδα εξακολούθησε να απαλλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 2859/2000, τις πράξεις που απαλλάσσονταν μέχρι τότε, δυνάμει του άρθρου 22 του ν. 1642/1986, το οποίο και αντικατέστησε, με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν την 1η Ιανουαρίου 1987, οι οποίες, ενόψει των ανωτέρω, αφορούσαν μόνο πλοία που χρησιμοποιούνταν από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και το Δημόσιο, γενικά, κατά παρέκκλιση από τον σκοπό της εναρμόνισης των νομοθεσιών περί φόρων κύκλου εργασιών των κρατών μελών, και όχι όλα τα πολεμικά πλοία, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Από τη διάταξη του άρθρου 148 περ. β’ της Οδηγίας 2006/11/ΕΚ συνάγεται ότι απαλλάσσονται από το ΦΠΑ οι παραδόσεις αγαθών, που προορίζονται για εφοδιασμό πολεμικών πλοίων, υπαγόμενων στον κωδικό συνδυασμένης ονοματολογίας (ΣΟ) 89061000, τα οποία εγκαταλείπουν το έδαφός τους με προορισμό λιμάνι ή όρμο εκτός του κράτους μέλους, χωρίς να υφίσταται οποιοσδήποτε διαχωρισμός για τα ως άνω πολεμικά πλοία, βάσει της εθνικότητάς τους, αρκεί να εμπίπτουν στον ορισμό των διατάξεων του καν. αριθ. 2658/87 για τη στατιστική και δασμολογική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και με το σκοπό που επιδιώκει το επίμαχο άρθρο, όπως αυτός προκύπτει από τον τίτλο του κεφαλαίου 7 του Τίτλου IX της οδηγίας αυτής, δηλαδή την ενίσχυση των διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων και προσώπων. Εντούτοις, οι απαλλαγές από το ΦΠΑ πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, καθόσον αποτελούν εξαιρέσεις από τη γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία κάθε παράδοση αγαθού ή υπηρεσία που παρέχεται από φορολογούμενο έναντι αμοιβής υπόκειται στο φόρο αυτό, να ερμηνεύονται ως αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η απαλλαγή μιας συγκεκριμένης πράξης από το ΦΠΑ δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της πράξης αυτής κατά το εθνικό δίκαιο, αλλά από τον ορισμό που δίνεται από την εφαρμοστέα Οδηγία. Ενόψει των ανωτέρω, για να τύχει εφαρμογής η προβλεπόμενη στην ως άνω διάταξη απαλλαγή από το ΦΠΑ, η προσφεύγουσα, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, όφειλε να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων απαλλαγής, ήτοι, αφενός, ότι οι επίμαχες συναλλαγές αφορούσαν αλλοδαπά πολεμικά πλοία που εγκατέλειπαν το έδαφος της Ελλάδας (κράτους μέλους), με προορισμό λιμάνι ή όρμο εκτός αυτού, και, αφετέρου, ότι συνιστούσαν παραδόσεις αγαθών, κατά την αυτοτελή έννοια του Δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι τυγχάνουν απαλλαγής από το ΦΠΑ και οι επίμαχες συναλλαγές που αφορούν την παροχή υπηρεσιών στα εν λόγω πλοία πρέπει ν’ απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δοθέντος ότι η σχετική διάταξη απαλλάσσει μόνον τις πράξεις παράδοσης αγαθών επί των συγκεκριμένων πλοίων και όχι της παροχής υπηρεσιών. Εξάλλου, δεδομένου ότι τα πολεμικά πλοία δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα και δεν υπόκεινται σε φόρο, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 περ. α΄ και  4 παρ. 1 του Ν.2859/2000, τόπος παροχής των επίμαχων υπηρεσιών είναι ο τόπος της έδρας της οικονομικής δραστηριότητας της προσφεύγουσας, ως παρέχουσας αυτές, ήτοι η Ελλάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 2 περ β΄ του ν. 2859/2000, και όχι τα τρίτα Κράτη στα οποία ανήκουν τα πολεμικά πλοία. Απορρίπτει την προσφυγή.


Αριθμός Απόφασης: 31/2023 (Τμήμα 12ο Τριμελές, Πρόεδρος: Χ. Βλαστού, Εισηγήτρια Μ. Μερίκα) - Θέμα: Απαλλαγή από ΕΝ.Φ.Ι.Α. Κάτοχοι ακινήτων που ανήκουν στην «ΕΤΑΔ ΑΕ» και στην «Παράκτιο Αττικό Μέτωπο ΑΕ»- Τουριστικοί λιμένες- Παρεμπίπτων έλεγχος ατομικής διοικητικής πράξης.

 

Οι διατάξεις του ν.4223/2013 καθιστούν αντικείμενο του φόρου αυτού την κατοχή ακίνητης περιουσίας που απορρέει, κατ’ αρχήν, από εμπράγματα δικαιώματα, εξαιρετικώς, δε, από δικαιώματα νομής, οιονεί νομής και κατοχής. Η φορολόγηση κατόχου ακινήτου στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις νομής, οιονεί νομής και κατοχής καθ’ όμοιο τρόπο με την φορολόγηση κατόχου δυνάμει εμπραγμάτου δικαιώματος δικαιολογείται όταν η κατοχή του μαρτυρεί πλούτο ισοδύναμο με εκείνον που απορρέει από κατοχή δυνάμει εμπραγμάτου δικαιώματος. Καθιστώντας, επομένως, ο νόμος υποκείμενο στον ένδικο φόρο τον κάτοχο, δυνάμει συμβατικής ή οποιασδήποτε άλλης σχέσεως, ακινήτου που ανήκει στην «ΕΤΑΔ ΑΕ» και στην «ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΕ» αποβλέπει στην φορολόγηση τέτοιου (ισοδύναμου) πλούτου, όπως αυτός προκύπτει από την έκταση του δικαιώματος του κατόχου να εξουσιάζει και να εκμεταλλεύεται το ακίνητο δυνάμει της σχέσεως που τον συνδέει με τα ως άνω νομικά πρόσωπα. Υπό την έννοια αυτή, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 περ. ι΄ του ν. 4223/2013, βάσει της οποίας η προσφεύγουσα καθίσταται φορολογικό υποκείμενο ΕΝΦΙΑ, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της φορολογικής ισότητας, διότι η διαφορετική μεταχείριση των κατόχων ακινήτων του Δημοσίου και των κατόχων ακινήτων των ως άνω ανωνύμων εταιρειών βρίσκει επαρκές έρεισμα στο διαφορετικό ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Ειδικότερα, τόσο η «ΕΤΑΔ ΑΕ», όσο και η «ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΕ» ιδρύθηκαν ως ανώνυμες εταιρείες και λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ενώ η «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ», της οποίας πλέον αποτελεί άμεση θυγατρική η «ΕΤΑΔ ΑΕ», δεν ανήκει στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ως εκ τούτου, οι κάτοχοι των συγκεκριμένων ακινήτων δεν τελούν υπό όμοιες συνθήκες με τους κατόχους των ακινήτων του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ώστε να τυγχάνουν όμοιας φορολογικής μεταχείρισης. Εξάλλου, ναι μεν οι τουριστικοί λιμένες συνιστούν κοινόχρηστα πράγματα, ωστόσο, η ΚΥΑ με την οποία μεταβιβάστηκαν τα ένδικα ακίνητα στην «ΕΤΑΔ ΑΕ», συνιστά ατομική διοικητική πράξη φέρουσα το τεκμήριο της νομιμότητας, καθόσον, από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει ότι έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί κατά το μέρος αυτό, με αποτέλεσμα να μην δύναται να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως το κύρος της. Απορρίπτει την προσφυγή.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Αριθμός Απόφασης: 1090/2022 (12ο Μονομελές) Θέμα: Παύση των εργασιών της πτώχευσης, αδράνεια αυτής, διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. Παραγραφή δικαιώματος δημοσίου για κοινοποίηση φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος. Συμπληρωματικά στοιχεία. Παράταση χρόνου παραγραφής.

 

Από την κήρυξη της παύσεως των εργασιών της πτωχεύσεως λόγω ελλείψεως ενεργητικής περιουσίας, εξακολουθεί μεν να υπάρχει η πτώχευση, τελεί, όμως, σε αδράνεια, κατά τη διάρκεια της οποίας παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και η διαχείριση από αυτόν της πτωχευτικής περιουσίας, την οποία αναλαμβάνει ο πτωχός, ο οποίος νομιμοποιείται πλέον να ασκεί τα δικαιώματά του τόσο ενεργητικά όσο και παθητικά και να παρίσταται επί δικαστηρίου προσωπικώς χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου(βλ. ΣτΕ Ολ. 1375/2013 σκ. 8, ΣτΕ 1042, 3199/2011, 3371, 3864/2004, 398/2002, 708/1981). Υπό τα δεδομένα αυτά, παραδεκτώς ασκεί εν προκειμένω την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα εταιρεία, η οποία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης δεδομένου ότι με απόφαση του ιδίου δικαστηρίου κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της πτώχευσης και ανέκτησε την ικανότητά της να διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία.

Κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 1 και 4 (περιπτ. β) του άρθρου 84 του ΚΦΕ, ερμηνευόμενων σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας των νομοθετικών διατάξεων περί παραγραφής, (α) ο φορολογικός έλεγχος (και ο βάσει αυτού καταλογισμός φόρου και πρόσθετου φόρου, λόγω ανακρίβειας της δήλωσης) πρέπει να διενεργείται, κατ’ αρχήν, εντός πενταετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία για την επίδοση της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, (β) κατά παρέκκλιση από τον ανωτέρω κανόνα της παραγράφου 1, χωρεί, σύμφωνα με την στενώς ερμηνευτέα διάταξη της περιπτ. β της παραγράφου 4 (σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 περιπτ. α), έλεγχος (ακόμα και αρχικός) και έκδοση, βάσει αυτού, πράξης καταλογισμού φόρου και πρόσθετου φόρου, εντός δεκαετίας από το τέλος του προαναφερόμενου έτους, εάν περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής Διοίκησης «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος (πρβλ. ΣτΕ 1303/1999, 2632/2632/1996), τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την ανωτέρω πενταετία (πρβλ. ΣτΕ 2426/2002). Συνεπώς, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 3296/2008, 2703/1997, 2473/1996), είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια (πρβλ. ΣτΕ 2426/2002, 2700/1965), ήτοι αν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο (ΣτΕ 2053/2020, 2934/2017 7μ., 172/2018 7μ.).

Σύμφωνα με την ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 σκ. 5, η αρχή του κράτους δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος), ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της ασφάλειας του δικαίου και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιτάσσει η κατάσταση του φορολογούμενου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της νομοθεσίας σχετικής με την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και σχετικών κυρώσεων, να μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Ως εκ τούτου, απαιτείται να προβλέπεται στον νόμο προθεσμία παραγραφής, μετά τη λήξη της οποίας να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή σε βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής επιβάρυνσης (φόρου, τέλους, εισφοράς) ούτε οποιασδήποτε σχετικής κύρωσης. Εξάλλου, όπως ομοίως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 3174/2014), η πρόβλεψη στον νόμο ότι με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος παραγράφεται η αξίωση του Δημοσίου για τη βεβαίωση και την επιβολή συγκεκριμένου φόρου συνιστά ουσιαστικό στοιχείο της οικείας φορολογικής ενοχής κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, μεταβολή της διάρκειας της παραγραφής με την πρόβλεψη επιμήκυνσης είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το έτος, που έπεται εκείνου, στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση. Κατά συνέπεια, διάταξη νόμου περί παράτασης χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, οι οποίες ανάγονται σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγουμένου της δημοσίευσης του νόμου αυτού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 και 2, για τον λόγο ότι θα τροποποιούσε κατά τον τρόπο αυτό αναδρομικά σε βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές τους υποχρεώσεις όσον αφορά ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω υποχρεώσεων (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 σκ. 6). Επομένως, οι παρατάσεις της προβλεπόμενης, ως κανόνα, από την διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε πενταετούς παραγραφής, με σειρά διατάξεων νόμων, αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την (απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου) αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος.

Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για καταλογισμό του επίδικου φόρου για το οικονομικό έτος 2008 (χρήση 2007), υπέκειτο στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε. πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2008 και έληξε στις 31.12.2013. Έκρινε ότι οι διατάξεις μεταγενέστερων νόμων, οι οποίες παρέτειναν την προθεσμία παραγραφής της ως άνω φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, που αναγόταν σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγούμενου της δημοσίευσης των νόμων αυτών έτους, αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την (απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου) αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν να εφαρμοστούν για την έκδοση της επίδικης καταλογιστικής πράξης. Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 84 παρ. 4 περ. β΄ του ν. 2238/1994 σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 του ίδιου νόμου περί δεκαετούς παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου, που εφαρμόζεται σε περίπτωση ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων, καθώς τα στοιχεία τα οποία, κατά τα ρητώς αναφερόμενα στην έκθεση μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος της φορολογικής αρχής, αποτέλεσαν την αιτία για τη διενέργεια του επίδικου ελέγχου, ήτοι τα πληροφοριακά δελτία του Σ.Δ.Ο.Ε., δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία που να δικαιολογούν την δεκαετή παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς κοινοποίηση των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, διότι τα στοιχεία αυτά ήταν σε γνώση της, αρμόδιας προς διενέργεια του επίμαχου ελέγχου, φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε. πενταετίας και δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτή. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος πλημμελώς εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα εταιρεία μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής του συναφούς δικαιώματος του Δημοσίου και έκανε δεκτή την προσφυγή.

Αριθμός Απόφασης: 2101/2022 (11ο Μονομελές) Θέμα: Πρόστιμο για μη τήρηση του μέτρου του κατ’ οίκον περιορισμού σε άτομο που διαγνώσθηκε θετικό στον ιό COVID-19.

 

Προσφυγή κατά απόφασης Διοικητή Αστυνομικού Τμήματος, απορριπτικής αντιρρήσεων κατά πράξης αστυνομικού οργάνου περί επιβολής προστίμου για μη τήρηση του μέτρου του κατ’ οίκον περιορισμού ενώ είχε διαγνωσθεί θετικός στον ιό COVID-19.

Σύμφωνα με την από 25.2.2020 πράξη νομοθετικού περιεχομένου (πνπ) «Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού» (Α΄ 42), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020, ορίζει στο άρθρο πρώτο ότι: «1. Προς τον σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης κορωνοϊού που ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλονται μέτρα πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης, καθώς και περιορισμού της διάδοσης της νόσου. 2. Τα μέτρα αυτά συνίστανται: (α) στην υποχρεωτική υποβολή σε κλινικό και εργαστηριακό ιατρικό έλεγχο, υγειονομική παρακολούθηση, εμβολιασμό, φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία προσώπων, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο, (β) … (ε) στον προσωρινό περιορισμό προσώπων των περιπτώσεων (α) … υπό συνθήκες που αποτρέπουν την επαφή με τρίτα πρόσωπα, από την οποία θα μπορούσε να προκληθεί μετάδοση της νόσου. Το μέτρο του προσωρινού περιορισμού δύναται να υλοποιείται … και κατ’ οίκον, ανάλογα με την απόφαση του αρμόδιου κάθε φορά οργάνου … 4. Τα μέτρα της παραγράφου [2] του παρόντος επιβάλλονται και εξειδικεύονται ανά περίπτωση, δυνάμει απόφασης: α) … γ) του Υπουργού Υγείας για το μέτρο της περίπτωσης (ε) μετά από εισήγηση του ΕΟΔΥ, στην περίπτωση της επιβολής προσωρινού περιορισμού μεμονωμένων προσώπων, ή μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19 σε κάθε άλλη περίπτωση …». Επιπλέον, με το άρθρο 46 του ν. 4790/2021 (Α΄ 48), το οποίο ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δυνάμει του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 4829/2021 (A΄ 166), προβλέφθηκε ότι: «1. Εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος δημόσιας υγείας από τη διάδοση του κορωνοϊού COVID-19, … δύναται να ορίζεται, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, με κοινή απόφαση του Υπουργού Υγείας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας κατά του κορωνοϊού COVID-19, ως προϋπόθεση προσέλευσης στον τόπο παροχής εργασίας ή άσκησης του λειτουργήματος των εν γένει απασχολουμένων, η προηγούμενη διαπίστωση, μετά από διαγνωστικό έλεγχο νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19, ότι ο απασχολούμενος δεν έχει βρεθεί θετικός σε δοκιμασία διαγνωστικού ελέγχου. … 3. Με την απόφαση της παρ. 1 καθορίζονται η διαδικασία και οι φορείς διενέργειας του ελέγχου, η δυνατότητα υποβολής σε αυτοέλεγχο, η κάλυψη της σχετικής δαπάνης, η συχνότητα υποβολής σε διαγνωστικό ή αυτοδιαγνωστικό έλεγχο, ο τρόπος διάθεσης των διαγνωστικών δοκιμασιών, ο τρόπος βεβαίωσης της υποβολής σε έλεγχο και των αποτελεσμάτων του, ο τρόπος και η διαδικασία αναγγελίας των αποτελεσμάτων, οι διοικητικές κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν και τα όργανα επιβολής τους, κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα που μπορεί να υπαχθεί στην υποχρέωση του παρόντος, καθώς και κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας διάταξης εκδόθηκε η Δ1α/Γ.Π.οικ.64232/2021 (Β΄ 4766/16.10.2021) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών – Ανάπτυξης και Επενδύσεων – Παιδείας και Θρησκευμάτων – Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων – Υγείας – Πολιτισμού και Αθλητισμού – Δικαιοσύνης – Εσωτερικών – Ψηφιακής Διακυβέρνησης – Υποδομών και Μεταφορών – Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – Τουρισμού – Επικρατείας και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Εφαρμογή του υποχρεωτικού μέτρου του διαγνωστικού ελέγχου νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19 στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που παρέχουν εργασία με φυσική παρουσία στον τόπο εργασίας», η οποία, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: «Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται για τον υποχρεωτικό διαγνωστικό έλεγχο νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19: α) σε όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας …» και στο άρθρο 5 παρ. 2 ότι: «Εάν το αποτέλεσμα του διαγνωστικού ελέγχου νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19, που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3, είναι θετικό, ο εργαζόμενος … τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό, …». Σύμφωνα δε με το ισχύον κατά τον κρίσιμο χρόνο πρωτόκολλο απομόνωσης του ΕΟΔΥ η απομόνωση των ατόμων που έχουν επιβεβαιωθεί ως θετικά κρούσματα COVID-19 αλλά δεν έχουν αναπτύξει συμπτώματα κατά τη διάρκεια της απομόνωσής τους λήγει 10 ημέρες μετά την εργαστηριακή διάγνωση της νόσου.

Με την 70414/10.11.2021 απόφαση των Υπουργών Υγείας και Επικρατείας (Β΄ 5397/19.11.2021) προστέθηκε άρθρο 7 στην ΚΥΑ 2650/10.4.2020 «Ρύθμιση ειδικότερων τεχνικών ζητημάτων για τη λειτουργία του Εθνικού Μητρώου Ασθενών από τον κορωνοϊό COVID-19, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων εικοστού ένατου της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) “Μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις” (Α΄ 75) και 83 του ν. 4600/2019 (Α΄ 43)» (Β΄ 1298), το οποίο ορίζει ότι: «1. Ασθενής, ο οποίος έχει διαγνωσθεί ότι έχει προσβληθεί από COVID-19 και έχει ενταχθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της παρούσας στο σύστημα αρχειοθέτησης του Εθνικού Μητρώου Ασθενών COVID-19 για τους σκοπούς του άρθρου 1 της παρούσας, δύναται να υποβάλει στο Υπουργείο Υγείας, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, και ειδικότερα στο Αυτοτελές Τμήμα Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων και Μητρώων Ασθενών του Υπουργείου Υγείας, αίτηση αποχαρακτηρισμού κρούσματος COVID-19, λαμβάνοντας υπόψη και τις διατάξεις των άρθρων 16 και 21 του ΓΚΠΔ, εφόσον: (α) είτε έχει διαγνωσθεί ότι έχει προσβληθεί από COVID-19 μετά από θετικό αποτέλεσμα άμεσου αντιγονικού τεστ για τον ιό SARSCoV2 (Rapid Antigen Test) και, κατόπιν αυτού, έχουν διενεργηθεί στο πρόσωπο αυτό δύο (2) αρνητικοί μοριακοί έλεγχοι για τον ιό SARSCoV2 (PCR Τest), οι οποίοι διενεργήθηκαν εντός των επομένων 72 ωρών από τον αρχικό έλεγχο και έχουν μεταξύ τους διαφορά 24 ωρών. (β) …».

Ο προσφεύγων, εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα διαγνώσθηκε στις 4.12.2021 θετικός στον ιό COVID-19, κατόπιν διενέργειας άμεσου αντιγονικού τεστ κατά τα προβλεπόμενα στη Δ1α/Γ.Π.οικ.64232/2021 ΚΥΑ. Στις 6.12.2021 το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα ενημερώθηκε ότι ο προσφεύγων δεν παρέμεινε σε καραντίνα, αλλά μετέβη σε πανεπιστημιακό ίδρυμα προκειμένου να δώσει εξετάσεις. Κατόπιν σχετικού ελέγχου, όργανο του ανωτέρω Αστυνομικού Τμήματος διαπίστωσε πως ο προσφεύγων δεν βρισκόταν στην οικία του και του επέβαλε πρόστιμο 5.000 ευρώ, με την αιτιολογία ότι κατελήφθη να μην τηρεί το μέτρο του κατ’ οίκον περιορισμού λόγω νόσησης από COVID-19. Με τις αντιρρήσεις του ο προσφεύγων προέβαλε ότι μετά τη διενέργεια του αρχικού ελέγχου υποβλήθηκε σε άλλα τρία τεστ (ένα εκ των οποίων μοριακό) το αποτέλεσμα των οποίων ήταν αρνητικό και άρα δεν τέλεσε την παράβαση που του αποδόθηκε. Με την προσβαλλόμενη πράξη οι ανωτέρω αντιρρήσεις απορρίφθηκαν κατ’ επίκληση της ΓΠ.οικ. 70414/19.11.2021 ΚΥΑ.

Κρίθηκε, μεταξύ άλλων ότι η διαδικασία που προβλέφθηκε στο άρθρο 7 της 2650/10.4.2020 ΚΥΑ για τον αποχαρακτηρισμό κρούσματος COVID-19 ίσχυε ως κανόνας δικαίου από τη δημοσίευση της 70414/10.11.2021 ΚΥΑ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 19.11.2021, χωρίς η εφαρμογή της ρύθμισης να προϋποθέτει οποιαδήποτε προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερόμενου προσώπου από την Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας ή άλλη υπηρεσία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ εκείνος περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος είναι απορριπτέος καθώς δεν νοείται κατάχρηση δικαιώματος στο δημόσιο δίκαιο (ΣτΕ 1439/2020 Ολομ., 354/2020, 1626/2018, 343/2016). Εξάλλου, οι αιτιάσεις περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλονται αλυσιτελώς, αφού το διοικητικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής ερευνά την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, δυνάμενο να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου, καθώς και στην ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 533/2021, 2686/2020, 1512/2019, 2608/2018). Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο προσφεύγων, ο οποίος στις 4.12.2021 είχε διαγνωσθεί θετικός στον ιό, κατελήφθη δύο ημέρες αργότερα να κυκλοφορεί εκτός της οικίας του, χωρίς να έχει προηγουμένως ακολουθήσει την ανωτέρω διαδικασία, παραβίασε την υποχρέωση κατ’ οίκον περιορισμού, όσα δε προβάλλει περί του ότι τα επόμενα τεστ στα οποία υποβλήθηκε ―όχι όμως δύο μοριακοί έλεγχοι με διαφορά 24 ωρών μεταξύ τους και εντός των επομένων 72 ωρών από τον αρχικό έλεγχο― είχαν αρνητικό αποτέλεσμα, δεν ασκούν καμία επιρροή και είναι απορριπτέα ως αλυσιτελή. Συνεπώς, νομίμως του καταλογίσθηκε το επίδικο πρόστιμο, η επιβολή του οποίου προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου εικοστού τρίτου της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1 της 1016/14/62/2020 ΚΥΑ), κατά δέσμια αρμοδιότητα και χωρίς να καταλείπεται κανένα περιθώριο επιμέτρησης, και ορθώς με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν οι αντιρρήσεις του, ο δε ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ερείδεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι εφαρμοστέες εν προκειμένω ήταν οι διατάξεις του άρθρου τεσσαρακοστού τέταρτου της από 1.5.2020 πνπ. Απορρίπτει την προσφυγή.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

ΔΠΠειραιώς Α 58/2023 (Τμήμα 3ο Τριμελές) - Φύση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης - Μη επίκαιρα στοιχεία απόδειξης κυριότητας επί ακινήτου - Απόρριψη προσφυγής ελλείψει εννόμου συμφέροντος

 

        Προσφυγή κατά τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης αίτησης, περί εν μέρει άρσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η οποία κηρύχθηκε το 1925. Φύση της επίδικης απαλλοτρίωσης. Δεν φέρει χαρακτήρα συντελεσμένης, δεδομένου ότι, από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει η καταβολή της αντίστοιχης αποζημίωσης στους δικαιούχους της. Δεν αποτελεί αρχή απόδειξης η αναφορά του οικείου οργάνου, περί παρακατάθεσης των ποσών στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και έκδοσης των αντίστοιχων γραμματίων σύστασης παρακαταθήκης, καθόσον τα τελευταία, όπως και όλος ο σχετικός φάκελος, έχουν πολτοποιηθεί. Στην απαλλοτριωθείσα έκταση (ως προκύπτει και από το σχετικό Απόσπασμα Κτηματολογικού Πίνακα, καθώς και από το Πιστοποιητικό του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου) έχει ήδη υλοποιηθεί ο σκοπός δημόσιας ωφέλειας, χωρίς το προσφεύγον ή οι δικαιοπάροχοί του να άσκησαν στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια οιοδήποτε ένδικο βοήθημα κατά του - ως διατείνεται μη κυρίου - αντιδίκου ν.π.δ.δ.. Η προσφυγή ασκείται μετά την παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου, ήτοι ενενήντα πέντε ετών, περίπου, από την κήρυξη της ένδικης απαλλοτρίωσης. Δεν προσκομίζονται, από το έχον το βάρος της σχετικής απόδειξης προσφεύγον ν.π.δ.δ., επίκαιρα στοιχεία, αποδεικτικά του επικληθέντος, αλλά μη στοιχειοθετηθέντος εμπραγμάτου δικαιώματος της κυριότητας, δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου, ιδίως, δε, από τα οικεία κτηματολογικά φύλλα, δεν προκύπτει νυν υφιστάμενος νομικός δεσμός του προσφεύγοντος με το επίδικο ακίνητο, στο μέτρο, μάλιστα, που η καταχώρηση των σχετικών εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά φύλλα δεν εξαρτάται από την έκβαση της παρούσας δίκης. Δεν συντρέχει, εν προκειμένω, το αναγκαίο στοιχείο του εννόμου συμφέροντος, ελλειπούσης της άμεσης και ενεστώσας βλάβης του προσφεύγοντος, ήδη κατά το χρόνο υποβολής του σχετικού αιτήματος, το έτος 2018. Απορρίπτει την προσφυγή. Δέχεται τις πρόσθετες παρεμβάσεις.

 

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Απόφαση 1142/2022 (12ο Τριμελές): Θέμα: Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Η άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης προϋποθέτει υποβολή αιτήματος του ενδιαφερομένου προς τη Διοίκηση, συνοδευόμενου από τα απαραίτητα δικαιολογητικά στοιχεία. Η υποβολή τέτοιων στοιχείων, το πρώτον στο Δικαστήριο δεν αρκεί για να προσδώσει εκτελεστό χαρακτήρα στην προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση της διοίκησης.

Στα πλαίσια εφαρμογής του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (άρθρο 11), δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της (άρθρο 17 του Συντάγματος). Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος. Υποχρέωση της Διοίκησης να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ανακύπτει, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου ενώπιόν της, συνοδευομένη από τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Εάν τα δικαιολογητικά αυτά δεν υποβληθούν ταυτοχρόνως με την αίτηση ή εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, προς εξέταση του αιτήματος απαιτείται η υποβολή κρίσιμων συμπληρωματικών στοιχείων, αφετηρία του τριμήνου, μετά την άπρακτη παρέλευση του οποίου στοιχειοθετείται παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, δεν είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης, αλλά η μεταγενέστερη ημερομηνία υποβολής των δικαιολογητικών ή των συμπληρωματικών στοιχείων του φακέλου.

Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στην προκειμένη περίπτωση, ότι δεν προέκυπτε, η ταυτόχρονη με την αίτηση περί άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε βάρος του ένδικου ακινήτου, συνυποβολή των απαραίτητων δικαιολογητικών (τίτλοι ιδιοκτησίας, τοπογραφικό διάγραμμα), από τα οποία αποδεικνυόταν, αφενός, το νόμιμο δικαίωμα κυριότητας επί του ακινήτου, αφετέρου η ακριβής θέση του τελευταίου και έκρινε ότι η Διοίκηση δεν υποχρεούταν να προβεί στην άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, καθόσον, η υποβολή των στοιχείων αυτών αποτελούσε προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης της τελευταίας να προβεί στην αιτηθείσα ενέργεια. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν εκπληρώθηκε η υποχρέωση του προσφεύγοντος να προσκομίσει τα στοιχεία στα οποία στήριζε το αίτημά του και, κατά συνέπεια, με την επί τρίμηνο από την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος σιωπή της Διοίκησης, δεν στοιχειοθετήθηκε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, οπότε η προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση στερούνταν εκτελεστού χαρακτήρα. Κρίθηκε, επίσης, ότι η υποβολή αποδεικτικών της αίτησης στοιχείων, το πρώτον στο Δικαστήριο δεν αρκεί για να προσδώσει εκτελεστό χαρακτήρα στην προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση. Απορρίπτει την προσφυγή.


Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Απόφαση Α1522/2022 (Τμ. 7ο Μ/λές) - Τελωνειακή Διαφορά. Καθορισμός δασμολογητέας αξίας εμπορευμάτων. Οι μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας συνδέονται μεταξύ τους με σχέση επικουρικότητας.

Σκοπός των κανόνων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι να θεσπιστεί ένα δίκαιο, ομοιόμορφο και ουδέτερο σύστημα, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών. Συνεπώς, η δασμολογητέα αξία πρέπει να αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων και να λαμβάνει υπόψη όσα στοιχεία των εμπορευμάτων αυτών έχουν οικονομική αξία. Περαιτέρω, ως βάση υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, επί της οποίας επιβάλλονται οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, λαμβάνεται υπόψη η συναλλακτική αξία αυτών, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα αυτά τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, όπως, κατ’ αρχήν, η τιμή αυτή αναγράφεται στα τιμολόγια ή άλλα παραστατικά που τα συνοδεύουν, όμως η εν λόγω τιμή ενδεχομένως να πρέπει να αναπροσαρμόζεται, εφόσον η συγκεκριμένη αναπροσαρμογή είναι απαραίτητη προς αποφυγή καθορισμού αυθαίρετης ή πλασματικής δασμολογητέας αξίας. Εξάλλου, οι τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούνται να καθορίζουν τη δασμολογητέα αξία βάσει της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας που προβλέπεται στο άρθρο 70 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, εάν έχουν εύλογες αμφιβολίες περί του ότι η δηλούμενη αξία αντιπροσωπεύει το πράγματι πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό, οπότε, σε αυτή την περίπτωση, δύνανται να απορρίψουν τη δηλωθείσα τιμή εφόσον διατηρούν τις αμφιβολίες αυτές και αφού ζητήσουν συμπληρωματικά στοιχεία ή έγγραφα και παράσχουν στον ενδιαφερόμενο εύλογη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του αναφορικά με τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι συγκεκριμένες αμφιβολίες. Όταν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατό να καθοριστεί σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, η τελωνειακή εκτίμηση διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 του εν λόγω Κώδικα, διά της διαδοχικής εφαρμογής των μεθόδων που προβλέπονται στα στοιχεία α΄ έως δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Συνεπώς, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 70 και 74 του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, οι μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας συνδέονται μεταξύ τους με σχέση επικουρικότητας, υπό την έννοια ότι μόνον εάν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή της αρχικής μεθόδου χωρεί εφαρμογή της αμέσως επόμενης, κατά την ως άνω προκαθορισμένη σειρά, μεθόδου. Ως «ομοειδή εμπορεύματα» στο άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο β’ του παραπάνω Κώδικα νοούνται, κατά τον ορισμό του άρθρου 1 παρ. 2 περ. 14 του Εκτελεστικού Κανονισμού αυτού, τα εμπορεύματα που παράγονται στην ίδια χώρα, τα οποία, χωρίς να είναι όμοια από κάθε άποψη, παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά και αποτελούνται από παρόμοιες ύλες, πράγμα που τους επιτρέπει να επιτελούν τις ίδιες λειτουργίες και να είναι εναλλάξιμα από εμπορικής πλευράς. Στη διάταξη αυτή διευκρινίζεται επίσης ότι η ποιότητα των εμπορευμάτων, η φήμη τους και η ύπαρξη βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος περιλαμβάνονται στα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να καθορίζεται αν τα εμπορεύματα είναι ομοειδή. Άλλωστε, στο πλαίσιο εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, οι τελωνειακές αρχές υπέχουν υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεών τους, υπό την έννοια ότι οφείλουν, αφενός μεν, να παρέχουν τη δυνατότητα να γίνουν γνωστοί κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο οι λόγοι για τους οποίους απέρριψαν την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, αφετέρου δε, να εκθέτουν τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτιμήθηκε η δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων, τόσο για να παράσχουν στον αποδέκτη της απόφασης τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να κρίνει, έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων, κατά πόσο είναι σκόπιμη η άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται το ύψος των οφειλόμενων εισαγωγικών δασμών, όσο και για να παράσχουν στα δικαστήρια τη δυνατότητα να ασκήσουν τον έλεγχο νομιμότητας της εν λόγω απόφασης.

Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση η Τελωνειακή Αρχή, προέβη στον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των επίδικων εμπορευμάτων με βάση τη συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων, χωρίς, ωστόσο, προηγουμένως να προβεί στον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας τους με βάση τη συναλλακτική αξία των πανομοιότυπων προϊόντων, κατ’ εφαρμογή της μεθόδου του άρθρου 74 παρ. 2 στ. α΄, η οποία προηγείται της ως άνω εφαρμοσθείσας τελικώς μεθόδου, γεγονός που ομολογούσε και η ίδια στο έγγραφο των απόψεών της και έκρινε ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν οι ένδικες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, κάνοντας δεκτή την προσφυγή.

 

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Α334/2019 (τμήμα 3ο Μ/λές) - Εγγραφή στο βεβαιωτικό κατάλογο Τέλους ή Εισφοράς Καταβολής Αποζημιώσεων Απαλλοτριωμένων Ακινήτων του Δήμου Γλυφάδας, ετών 1999 έως 2004 – Μη ανταποδοτικό τέλος.

 «Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις και την ερμηνεία τους, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι από την προαναφερθείσα αιτιολογία των 297/1995 (συνεδρίαση 12η της 24.7.1995), 450/1995 (συνεδρίαση 16η της 24.11.1995) και 485/2000 (συνεδρίαση 13η της 27.11.2000) αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του καθ’ ού Δήμου, προκύπτει ότι το επίδικο οικονομικό βάρος, το οποίο επιβλήθηκε κατ’ επίκληση της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 14 του ν. 1828/1989, δεν συνιστά αντάλλαγμα ιδιαίτερης υπηρεσίας παρεχομένης προς τα πρόσωπα που βαρύνονται με την καταβολή του, στα οποία συγκαταλέγονται και …, αλλά αποσκοπεί στην απόκτηση εσόδων, για τη διατήρηση και επαύξηση κοινοχρήστων χώρων στα πλαίσια της βελτίωσης και αύξησης του αποθέματος γης του Δήμου, που θα ωφελήσουν αόριστο κύκλο προσώπων, κρίνει ότι το οικονομικό αυτό βάρος δεν έχει το χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους. Ως εκ τούτου, η επιβολή του με τις προαναφερθείσες κανονιστικές αποφάσεις του καθ’ ού Δήμου, δεν βρίσκει έρεισμα στην προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 25 παρ. 14 του ν. 1828/1989, η οποία αναφέρεται στην επιβολή οικονομικών βαρών που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του ανταποδοτικού τέλους. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη εγγραφή του … στον βεβαιωτικό κατάλογο του καθ’ ού Δήμου, η οποία είχε ως βάση τις ανωτέρω μη νόμιμες κανονιστικές αποφάσεις, είναι μη νόμιμη, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο προσφεύγων, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής και των επ’ αυτής προσθέτων λόγων».

Α673/2019 (τμήμα 9ο Τ/λές) - Αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας από τη μη κατακύρωση στην ενάγουσα του αποτελέσματος διαγωνισμού με αντικείμενο την ασφάλιση των οχημάτων του εναγομένου – Ιδιωτική διαφορά.

 «Επειδή, οι αξιώσεις της ενάγουσας προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ, στηρίζονται στον αποκλεισμό της από τον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από τον εναγόμενο Δήμο, με αντικείμενο την ασφάλιση των οχημάτων του για την κάλυψη των κινδύνων από την κυκλοφορία τους, κατά τις διατάξεις του ν. 2496/1997. Ωστόσο, οι αποφάσεις των οργάνων του εναγόμενου Δήμου, με τις οποίες αφενός μεν κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός στην προαναφερθείσα εταιρία …, αφετέρου δε αποκλείστηκε η ενάγουσα από τον ίδιο διαγωνισμό, δεν αποτελούν πράξεις αυτών κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Ούτε, εξάλλου, οι συναφείς υλικές πράξεις των ίδιων οργάνων τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας της. Ως εκ τούτου, οι ένδικες αξιώσεις πηγάζουν από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, αποτελώντας ιδιωτικές διαφορές, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Συνεπώς, ελλείψει δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ΚΔΔ, ενώ, δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα σε βάρος της ενάγουσας, ελλείψει σχετικού αιτήματος, εκ μέρους του εναγόμενου Δήμου (άρθρο 275 παρ. 7 εδ. α΄ του ΚΔΔ)».

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

A6387/2019 (τμήμα 9ο Μ/λές) - Ακύρωση πράξεων ταμειακής βεβαίωσης που εκδόθηκαν πριν από την οριστικοποίηση του νομίμου τίτλου, καθόσον κατ΄ αυτού εκκρεμούσε αίτηση ακύρωσης στο Διοικητικό Εφετείο.

 «Επειδή, η έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ταμειακής βεβαίωσης έγινε στις 28.3.2013, ενόσω ο νόμιμος τίτλος βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, δηλαδή το από 4.6.2008 πρακτικό της αρμόδιας Επιτροπής, με το οποίο απορρίφθηκε η 5019/14.11.2003 ένσταση της ανακόπτουσας κατά της 2/Ξ/17.10.2003 έκθεσης αυτοψίας και ζητήθηκε ο επανυπολογισμός των προστίμων κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του π.δ. 267/1998, δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί, καθόσον εκκρεμούσε κατ’ αυτού η από 9.7.2008 αίτηση ακύρωσης που είχε ασκήσει η ανακόπτουσα ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Ωστόσο, για την έκδοση πράξης ταμειακής βεβαίωσης προστίμου ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου απαιτείται η ύπαρξη νόμιμου τίτλου, ο οποίος καθίσταται οριστικός είτε με την απόρριψη της τυχόν ασκηθείσας κατ’ αυτού ένστασης ή την πάροδο της σχετικής προθεσμίας προς υποβολή της, είτε με την απόρριψη του τυχόν ασκηθέντος ένδικου βοηθήματος κατά της απορριπτικής απόφασης της Διοίκησης επί της σχετικής ένστασης ή την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας προς άσκηση του ως άνω ένδικου βοηθήματος. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης εκδόθηκαν μη νομίμως και είναι, για το λόγο αυτό που προβάλλεται βασίμως, ακυρωτέες. Εξάλλου, με την 2162/13.9.2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε ακολούθως, μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, το παραπάνω πρακτικό ακυρώθηκε εν μέρει, ειδικότερα δε, κατά το μέρος που η αποθήκη που είχε κατασκευαστεί από την ανακόπτουσα είχε χαρακτηριστεί ως αυθαίρετη, λόγω πλημμελούς αιτιολογίας της κρίσης της Επιτροπής και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση ως προς το κεφάλαιο αυτό. Περαιτέρω δε, με την 645/20.4.2017 απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Κ΄ ΠΕ του Δήμου Δελφών, που εκδόθηκε αφού ελήφθη υπόψη η ως άνω 2/Ξ/17.10.2003 έκθεση αυτοψίας, έγινε επιμερισμός των προστίμων που είχαν αρχικά στο σύνολό τους επιβληθεί σε βάρος της ανακόπτουσας, τόσο στην ανακόπτουσα, όσο και στους λοιπούς ιδιοκτήτες των επίμαχων ακινήτων, ενώ, ήδη, κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης, από το αρμόδιο Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.), της ασκηθείσας κατά της απόφασης αυτής ένστασης έχει ασκηθεί από την ανακόπτουσα, καθώς και από τους λοιπούς ιδιοκτήτες, αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά».