Από την κήρυξη της παύσεως των
εργασιών της πτωχεύσεως λόγω ελλείψεως ενεργητικής περιουσίας, εξακολουθεί μεν
να υπάρχει η πτώχευση, τελεί, όμως, σε αδράνεια, κατά τη διάρκεια της οποίας
παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και η διαχείριση από αυτόν της
πτωχευτικής περιουσίας, την οποία αναλαμβάνει ο πτωχός, ο οποίος νομιμοποιείται
πλέον να ασκεί τα δικαιώματά του τόσο ενεργητικά όσο και παθητικά και να
παρίσταται επί δικαστηρίου προσωπικώς χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου(βλ. ΣτΕ
Ολ. 1375/2013 σκ. 8, ΣτΕ 1042, 3199/2011, 3371, 3864/2004, 398/2002, 708/1981).
Υπό τα δεδομένα αυτά, παραδεκτώς ασκεί εν προκειμένω την υπό κρίση προσφυγή η
προσφεύγουσα εταιρεία, η οποία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης δεδομένου
ότι με απόφαση του ιδίου δικαστηρίου κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της
πτώχευσης και ανέκτησε την ικανότητά της να διαχειρίζεται την πτωχευτική
περιουσία.
Κατά την έννοια των διατάξεων
των παραγράφων 1 και 4 (περιπτ. β) του άρθρου 84 του ΚΦΕ, ερμηνευόμενων σύμφωνα
με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας των νομοθετικών διατάξεων περί
παραγραφής, (α) ο φορολογικός έλεγχος (και ο βάσει αυτού καταλογισμός φόρου και
πρόσθετου φόρου, λόγω ανακρίβειας της δήλωσης) πρέπει να διενεργείται, κατ’
αρχήν, εντός πενταετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου έληξε η
προθεσμία για την επίδοση της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, (β) κατά
παρέκκλιση από τον ανωτέρω κανόνα της παραγράφου 1, χωρεί, σύμφωνα με την
στενώς ερμηνευτέα διάταξη της περιπτ. β της παραγράφου 4 (σε συνδυασμό με τη
διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 περιπτ. α), έλεγχος (ακόμα και αρχικός) και
έκδοση, βάσει αυτού, πράξης καταλογισμού φόρου και πρόσθετου φόρου, εντός
δεκαετίας από το τέλος του προαναφερόμενου έτους, εάν περιέλθουν σε γνώση της
φορολογικής Διοίκησης «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή στοιχεία αποδεικτικά
της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος (πρβλ. ΣτΕ 1303/1999,
2632/2632/1996), τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή
κατά την ανωτέρω πενταετία (πρβλ. ΣτΕ 2426/2002). Συνεπώς, δεν αποτελούν
συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της
φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου
84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν (πρβλ.
ΣτΕ 3296/2008, 2703/1997, 2473/1996), είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει
λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει την δέουσα
επιμέλεια (πρβλ. ΣτΕ 2426/2002, 2700/1965), ήτοι αν είχε λάβει τα προσήκοντα
μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο (ΣτΕ 2053/2020, 2934/2017
7μ., 172/2018 7μ.).
Σύμφωνα με την ΣτΕ Ολομ.
1738/2017 σκ. 5, η αρχή του κράτους δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ.
α΄ του Συντάγματος), ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της
ασφάλειας του δικαίου και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του
διοικουμένου, επιτάσσει η κατάσταση του φορολογούμενου, όσον αφορά την εκ
μέρους του τήρηση των κανόνων της νομοθεσίας σχετικής με την επιβολή
επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και σχετικών κυρώσεων, να
μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Ως εκ τούτου, απαιτείται να
προβλέπεται στον νόμο προθεσμία παραγραφής, μετά τη λήξη της οποίας να μην είναι
πλέον δυνατή η επιβολή σε βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής
επιβάρυνσης (φόρου, τέλους, εισφοράς) ούτε οποιασδήποτε σχετικής κύρωσης.
Εξάλλου, όπως ομοίως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 3174/2014), η πρόβλεψη στον νόμο
ότι με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος παραγράφεται η αξίωση του
Δημοσίου για τη βεβαίωση και την επιβολή συγκεκριμένου φόρου συνιστά ουσιαστικό
στοιχείο της οικείας φορολογικής ενοχής κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 78 του
Συντάγματος. Ως εκ τούτου, μεταβολή της διάρκειας της παραγραφής με την
πρόβλεψη επιμήκυνσης είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2
του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το
έτος, που έπεται εκείνου, στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση. Κατά
συνέπεια, διάταξη νόμου περί παράτασης χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων,
οι οποίες ανάγονται σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγουμένου της
δημοσίευσης του νόμου αυτού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στην
απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις
εξειδικεύουσες αυτήν ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο συνταγματικές διατάξεις του
άρθρου 78 παρ. 1 και 2, για τον λόγο ότι θα τροποποιούσε κατά τον τρόπο αυτό
αναδρομικά σε βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά
τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές τους υποχρεώσεις όσον αφορά
ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω υποχρεώσεων (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 σκ. 6).
Επομένως, οι παρατάσεις της προβλεπόμενης, ως κανόνα, από την διάταξη του άρθρου
84 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε πενταετούς παραγραφής, με σειρά διατάξεων νόμων, αντίκεινται
στις εξειδικεύουσες την (απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου) αρχή της
ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του
Συντάγματος.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι
το δικαίωμα του Δημοσίου για καταλογισμό του επίδικου φόρου για το οικονομικό
έτος 2008 (χρήση 2007), υπέκειτο στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 1 του
Κ.Φ.Ε. πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2008 και έληξε στις
31.12.2013. Έκρινε ότι οι διατάξεις μεταγενέστερων νόμων, οι οποίες παρέτειναν
την προθεσμία παραγραφής της ως άνω φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, που
αναγόταν σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγούμενου της δημοσίευσης των
νόμων αυτών έτους, αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την (απορρέουσα από την αρχή
του κράτους δικαίου) αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και
2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν να
εφαρμοστούν για την έκδοση της επίδικης καταλογιστικής πράξης. Περαιτέρω, έκρινε
ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 84 παρ. 4 περ. β΄ του ν.
2238/1994 σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 του ίδιου νόμου περί δεκαετούς
παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου, που εφαρμόζεται σε περίπτωση
ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων, καθώς τα στοιχεία τα οποία, κατά τα ρητώς
αναφερόμενα στην έκθεση μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος της φορολογικής
αρχής, αποτέλεσαν την αιτία για τη διενέργεια του επίδικου ελέγχου, ήτοι τα
πληροφοριακά δελτία του Σ.Δ.Ο.Ε., δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία που να
δικαιολογούν την δεκαετή παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς
κοινοποίηση των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, διότι τα στοιχεία αυτά ήταν σε
γνώση της, αρμόδιας προς διενέργεια του επίμαχου ελέγχου, φορολογικής αρχής
εντός της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε. πενταετίας και δεν
ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτή. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η
οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος πλημμελώς εκδόθηκε
και κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα εταιρεία μετά τη συμπλήρωση του χρόνου
παραγραφής του συναφούς δικαιώματος του Δημοσίου και έκανε δεκτή την προσφυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου