Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Αριθμός απόφασης: Α1892/2023 (Τμήμα 9ο Μονομελές), Δικαστής: Α. Γκούντουβα, Πρωτοδίκης ΔΔ, Θέμα: Έννοια φορολογικής διαφοράς. Η διαφορά που γεννάται από την απόρριψη αιτήματος φορολογούμενου να εκπέσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της από 11.3.2020 Π.Ν.Π., ποσοστό 25% βεβαιωμένης στη Φορολογική Διοίκηση οφειλής του με ημερομηνία καταβολής από τις 30 Μαρτίου 2020 έως και τις 30 Απριλίου 2020, η οποία καταβλήθηκε εμπρόθεσμα, είναι φορολογική διαφορά και όχι διαφορά εκτέλεσης.

 

Με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της προσφεύγουσας εταιρίας κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης αίτησης που υπέβαλε στη φορολογική αρχή. Με την αίτηση αυτή, κατ’ επίκληση του άρθρου 2 της από 11.3.2020 ΠΝΠ (Φ.Ε.Κ. Α΄ 55/11.3.2020), ζήτησε να αναγνωριστεί ότι δικαιούται έκπτωση ποσοστού 25% του φόρου μεταβίβασης ακινήτων (ΦΜΑ) που κατέβαλε σε εκτέλεση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΜΑ της ως άνω φορολογικής αρχής, φορολογικού έτους 2015, και, περαιτέρω, να της επιστραφεί ο καταβληθείς ΦΜΑ.

Κατά την έννοια του άρθρου 63 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ΚΦΔ, πδ 331/1985, ΦΕΚ Α΄ 116) και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 (ΦΕΚ Α΄ 131), οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ. 1 του ΚΔΔ, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον ο ΚΔΔ δεν περιέχει διάταξη περί προσδιορισμού της έννοιας της φορολογικής διαφοράς (βλ. ΣτΕ 834/2010 Ολομ, 2123/2015, 1941/2020, 2738-2740/2022 7μ., 159/2023), φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο προς συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη προς φορολογητέα ύλη, ατομικώς ορισμένη (ΣτΕ 288-290/2018, 368/2007 κά). Εξάλλου, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, διαφορά περί την αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής ή μείωσης φόρων, τελών κ.λπ. είναι και αυτή που προκύπτει από πράξη της φορολογικής αρχής, η οποία, κατά την εκ του νόμου αρμοδιότητά της, κρίνει ως προς τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για την ως άνω απαλλαγή ή μείωση. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική διαφορά είναι φορολογική, κατά της πράξης της φορολογικής αρχής ασκείται η προβλεπόμενη στο άρθρο 63 του ΚΦΔ ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της ΔΕΔ, η δε απόφαση της ΔΕΔ άγεται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με την άσκηση προσφυγής κατ’ άρθρο 63 του ΚΔΔ. Αντίθετα, διαφορές, οι οποίες δεν ανάγονται στο στάδιο του προσδιορισμού των φορολογικών βαρών αλλά στο στάδιο της καταβολής τους ανήκουν, επίσης, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εισάγονται όμως απευθείας ενώπιον δικαστηρίου δια του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής του άρθρου 217 του ΚΔΔ (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3354/1991 7μ, 2864/1996 κ.ά.).

Περαιτέρω, η από 11.3.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.) «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών του κορωνοϊού COVID-19» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 55/11.3.2020), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 76/3.4.2020), στο άρθρο 2 υπό τον τίτλο “Αναστολή είσπραξης βεβαιωμένων οφειλών και παράταση προθεσμίας καταβολής δόσεων” ορίζει ότι: «1. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πέμπτο της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 68/20.3.2020)] Σε επιχειρήσεις που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 καθώς και σε μισθωτούς των επιχειρήσεων αυτών, δύναται να παρατείνεται η προθεσμία καταβολής και να αναστέλλονται η είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών στις Δ.Ο.Υ ή τα Ελεγκτικά Κέντρα, καθώς και οι προθεσμίες καταβολής των δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών. Κατά το χρονικό διάστημα παράτασης της προθεσμίας και αναστολής καταβολής των βεβαιωμένων οφειλών και των δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών, τα οφειλόμενα ποσά δεν επιβαρύνονται με τόκους ή προσαυξήσεις… [Όπως τα επόμενα δύο εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο πρώτο της από 30.3.2020 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 75/30.3.2020) και εφαρμόζονται για οφειλές που θα καταβληθούν μετά την έναρξη ισχύος της] Για τις ως άνω επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα που προσδιορίζονται με τις αποφάσεις της παρ. 2 εκπίπτει ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των δόσεων των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών τους με ημερομηνία καταβολής από τις 30 Μαρτίου 2020 έως και τις 30 Απριλίου 2020, εφόσον αυτές καταβάλλονται εμπρόθεσμα. Σε περίπτωση οφειλών που τελούν σε καθεστώς ρύθμισης/διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εκπίπτει ποσοστό εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) του ποσού της δόσης της ρύθμισης. Από το ευεργέτημα του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι οφειλές από ΦΠΑ και παρακρατούμενους φόρους που δεν έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης/διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, καθώς και οφειλές που προέρχονται από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων και χρέη υπέρ αλλοδαπού Δημοσίου. [Όπως τα επόμενα δύο εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 90/1.5.2020)] Η έκπτωση ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του τέταρτου εδαφίου ισχύει και για οφειλές της παρούσας που καταβλήθηκαν από τις 11 Μαρτίου 2020 έως και τις 29 Μαρτίου 2020, και διενεργείται μέσω συμψηφισμού ποσού ίσου με το ποσό της έκπτωσης με άλλες βεβαιωμένες οφειλές, ή δόσεις ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής στη Φορολογική Διοίκηση, οι οποίες έχουν καταληκτικές ημερομηνίες καταβολής μετά από την 1η Ιουνίου 2020. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, δύναται να καθορίζονται προγενέστερη ή μεταγενέστερη ημερομηνία της 1ης Ιουνίου 2020, ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου. 2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, προσδιορίζονται οι πληγείσες επιχειρήσεις ανά κλάδο και ανά περιοχή, και οι μισθωτοί τους το χρονικό διάστημα παράτασης της προθεσμίας καταβολής και αναστολής είσπραξης των βεβαιωμένων οφειλών και των δόσεων ρυθμίσεων ή διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.».

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου η διαφορά που γεννήθηκε από την απόρριψη εκ μέρους της φορολογικής αρχής του αιτήματος της προσφεύγουσας εταιρίας να εκπέσει ποσοστό 25% του ΦΜΑ που κατέβαλε σε εκτέλεση Πράξης Οριστικού Διορθωτικού Προσδιορισμού ΦΜΑ του Προϊσταμένου της ίδιας φορολογικής αρχής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της από 11.3.2020 ΠΝΠ, αφορά την αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής της εταιρίας, έχει δηλαδή αντικείμενο ευθέως και αναγκαίως συναπτόμενο προς συγκεκριμένη φορολογική της υποχρέωση. Η αμφισβήτηση δεν αφορά την νομιμότητα της ίδιας της πράξης βεβαίωσης αλλά την ακρίβεια του καθορισμού του ποσού του ΦΜΑ που οφείλει η εταιρία. Εφόσον, λοιπόν, η ένδικη αμφισβήτηση συνδέεται άμεσα προς συγκεκριμένη φορολογική ενοχή της προσφεύγουσας, δεν αποτελεί διαφορά περί την εκτέλεση, αλλά φορολογική διαφορά ουσίας υπαγόμενη στην αρμοδιότητα της ΔΕΔ και, ακολούθως, κατόπιν άσκησης προσφυγής κατ’ άρθρο 63 του ΚΔΔ, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο έκρινε ‘ότι παραδεκτώς ασκήθηκε το υπό κρίση ένδικο βοήθημα και ότι η ΔΕΔ, που με την προσβαλλόμενη απόφασή της απεφάνθη πως είναι αναρμόδια να κρίνει την ένδικη διαφορά λόγω της φύσης της ως διαφοράς εκτέλεσης, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Δέχεται την προσφυγή και αναπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου να ασκήσει την αρμοδιότητά της (ΣτΕ 2095/2022, 2465/2018),

 

Αριθμός απόφασης: Α1527/2023 (Τμήμα 9ο Μονομελές), Δικαστής: Α. Γκούντουβα, Πρωτοδίκης ΔΔ, Θέμα: Δικανική ικανότητα ανώνυμης εταιρίας μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισης. Εφόσον ορίστηκε προσωρινή διοίκηση της εταιρίας με δικαστική απόφαση, η Γενική Συνέλευση αυτής στερείται αρμοδιότητας διορισμού εκκαθαριστών.

 

Με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της προσφεύγουσας ανώνυμης εταιρίας (ΑΕ) κατά Οριστικής Πράξης Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος, οικονομικού έτους 2003. Με την τελευταία αυτή πράξη, κατόπιν ελέγχου, προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά τα καθαρά κέρδη της προσφεύγουσας και καταλογίστηκε σε βάρος της κύριος φόρος εισοδήματος πλέον πρόσθετου φόρου ανακρίβειας.

Η ανώνυμη εταιρία έχει την ικανότητα να είναι διάδικος στη διοικητική δίκη και εκπροσωπείται νομίμως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατ’ αρχάς από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 48α του ν. 2190/1920, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (και ήδη του οικείου νομάρχη), η οποία υπόκειται στις διατυπώσεις δημοσιότητας των άρθρων 7α και 7β του ίδιου νόμου, είναι δυνατή η ανάκληση της άδειας σύστασης ανώνυμης εταιρίας σε περίπτωση παράλειψης υποβολής στην αρμόδια αρχή των ισολογισμών τριών τουλάχιστον διαχειριστικών ετών, οπότε η ανώνυμη εταιρία τίθεται υπό εκκαθάριση. Και ναι μεν, κατά το στάδιο αυτό, θεωρείται ότι υπάρχει το νομικό πρόσωπο της για την παραπάνω αιτία λυθείσας εταιρίας, μέχρι όμως τον χρόνο διορισμού των εκκαθαριστών αυτού η ανώνυμη εταιρία τελεί χωρίς νόμιμη εκπροσώπηση. Και τούτο διότι, όπως συνάγεται από τη σαφή γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 48 παρ.2 του ν. 2190/1920 (που ομιλεί για “τέως” διοικητικό συμβούλιο), στην οποία παραπέμπει το ως άνω άρθρο 48α - μάλιστα δε και εξ αντιδιαστολής προς τη διάταξη του άρθρου 47α παρ. 3 [κατά την οποία, στην ειδική περίπτωση όπου η εταιρία λύεται λόγω παρελεύσεως του ορισθέντος χρόνου διαρκείας της (οπότε και εισέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθαρίσεως, χωρίς να απαιτείται δημοσίευση)], το διοικητικό συμβούλιο εκτελεί εκ του νόμου «χρέη εκκαθαριστού μέχρι του διορισμού εκκαθαριστών υπό της γενικής συνελεύσεως»], μετά τη θέση ανώνυμης εταιρίας σε εκκαθάριση συνεπεία της λύσεώς της για την παραπάνω αιτία και μέχρι να τελειώσει το στάδιο αυτό, παύει η ανήκουσα στα μέχρι τότε αρμόδια όργανα αυτής εξουσία εκπροσώπησής της (ΣτΕ 1062/2020, 515 -6/1999, Α.Π. 609/1985, πρβλ και Α.Π. 1663/2011, 1007, 1192/2013). Και ναι μεν το άρθρο 49 του ν. 2190/1920 (στο οποίο επίσης παραπέμπει το ως άνω άρθρο 48α) προβλέπει στην παράγραφο 7 αυτού (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ν. 2339/1995), ότι: «Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου», η διάταξη όμως αυτή, κατά την έννοιά της, εν όψει και των ως άνω ειδικών (και μη ενιαίων για κάθε περίπτωση λύσης της ΑΕ) ρυθμίσεων, δεν σκοπεί, πάντως, στο να καταστήσει, σε κάθε ανεξαιρέτως περίπτωση (συνεπώς και στην εξεταζόμενη) το (τέως) διοικητικό συμβούλιο λυθείσης ανώνυμης εταιρίας εκ του νόμου εκκαθαριστή αυτής μέχρι τον ορισμό αυτού (ή αυτών) από τα αρμόδια όργανα, αλλά έχει την έννοια ότι, μετά τον εν λόγω διορισμό παύει η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου σε όσες περιπτώσεις είχε, κατά τις ειδικότερες διατάξεις του ν. 2190/1920, κατ’ εξαίρεση, και μέχρι τότε, διατηρηθεί υπέρ αυτού (βλ. ΣτΕ 1062/2020). Εξάλλου, σε περίπτωση αδυναμίας σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης και εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου εφαρμοστέο τυγχάνει το άρθρο 69 του ΑΚ. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και για το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας (πρβλ. Α.Π. 1392/2014), επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων του νομικού προσώπου και των τρίτων προσώπων (εταίρων, πιστωτών) που σχετίζονται με αυτό, αλλά και του ευρύτερου συνόλου, ενόψει της σημασίας που έχουν τα νομικά πρόσωπα και ιδιαίτερα οι εμπορικές εταιρίες, ως μέσο άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, και εξασφαλίζεται η διοίκηση και εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας (βλ. Ολομ. Α.Π. 5/2004). Με τη διορίζουσα την προσωρινή διοίκηση δικαστική απόφαση καθορίζονται τόσο οι εξουσίες αυτής, όσο και η θητεία της. Τούτου παρέπεται ότι οι εξουσίες της προσωρινής διοίκησης που ορίζεται κατά το άρθρο 69 ΑΚ είναι χρονικά περιορισμένες και, επομένως, εάν η προσωρινή διοίκηση διορίστηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα, το λειτούργημά της και συνακόλουθα και η ιδιότητα των μελών της λήγουν αυτοδίκαια με την πάροδο του χρόνου αυτού, έστω και αν δεν έπαψε να υπάρχει ο λόγος που προκάλεσε το διορισμό τους (βλ. Εφ.Αθ. 1101/2017, 8408/1988, πρβλ.Α.Π. 255/1958, Εφ.Πειρ 285/1997, βλ.σχετ. και Ολ. Α.Π. 5/2004 κατά την οποία μετά τη λήξη της θητείας του μέλους η επίδοση δικογράφου σ’ αυτό δεν παράγει έννομες συνέπειες).

Στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας), ορίστηκαν εκκαθαριστές της προσφεύγουσας τρία πρόσωπα, χωρίς να παραχωρείται σε καθέναν από αυτούς η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας μεμονωμένα. Η εντολή που δόθηκε από το δικαστήριο στα ανωτέρω τρία πρόσωπα ήταν, από κοινού, να διενεργήσουν την εκκαθάριση της προσφεύγουσας σύμφωνα με τον νόμο και το καταστατικό της χωρίς καθορισμό συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου εντός του οποίου το έργο αυτό θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί. Ακολούθως, η Γενική Συνέλευση της προσφεύγουσας αποφάσισε τη μείωση του αριθμού των εκκαθαριστών από τρεις σε έναν, τροποποιώντας αντίστοιχα άρθρο του καταστατικού της και, περαιτέρω, διόρισε ως εκκαθαριστή ένα εκ των άνω προσώπων με την εντολή να διενεργήσει την εκκαθάριση της εταιρίας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον νόμο “αρχής γενομένης από της εγκρίσεως της δια των αποφάσεων της παρούσας Γενικής Συνέλευσης σχετικής τροποποίησης του Καταστατικού της εταιρείας”. Το Δικαστήριο συνεκτιμώντας ότι ήδη από το έτος 2007 είχε ανακληθεί η άδεια σύστασης της προσφεύγουσας χωρίς να ακολουθήσει ορισμός εκκαθαριστή της εταιρίας από τα αρμόδια όργανα αυτής έκρινε ότι η Γενική Συνέλευση των μετόχων της προσφεύγουσας ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί πως συνήλθε νομίμως, δεν είχε κατά τον χρόνο αυτό εξουσία ορισμού ενός προσώπου ως μοναδικού εκκαθαριστή της εταιρίας διότι οι εκκαθαριστές της εταιρίας είχαν ήδη οριστεί σε προηγούμενο χρόνο με δικαστική απόφαση (την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας), η οποία δεν ανακλήθηκε ούτε ακυρώθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. Συνεπώς, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης προσφυγής και συζήτησης αυτής, κρίθηκε ότι εξουσία δικαστικής εκπροσώπησης της προσφεύγουσας είχαν οι τρεις δικαστικά διορισμένοι εκκαθαριστές της ενεργούντες από κοινού. Απορρίπτει την προσφυγή.

 

Αριθμός Απόφασης: 945/2023 (12ο Τριμελές), Πρόεδρος: Χ. Βλαστού, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ Εισηγήτρια: Μ. Μερίκα, Πάρεδρος ΔΔ Θέμα: Διαδοχική ασφάλιση - Ερμηνεία του άρθρου 19 του ν.4387/2016

 

Με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση απόφασης ΤΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας κατά της απόφασης της Διευθύντριας του αρμόδιου Τοπικού Υποκαταστήματος, δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, ανακλήθηκαν οι αποφάσεις περί χορήγησης σε αυτήν σύνταξης αναπηρίας από κοινή νόσο, κατόπιν υποβολής αίτησής της στις 28.12.2016 (πλάσματι υποβληθείσας την 1.1.2017).

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του νδ.4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν.1405/1983 (Α΄ 180) και το άρθρο 14 του ν.1902/1990 (Α΄ 138) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), συνάγεται ότι η συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων βάσει των διατάξεων της νομοθεσίας περί διαδοχικής ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές εξακολουθούν να εφαρμόζονται και μετά την ισχύ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του, αποτελεί δικαίωμα αυτών, οι οποίοι μπορούν να επιδιώξουν και αυτοτελή από κάθε ασφαλιστικό οργανισμό συνταξιοδότηση, και για αυτό και χωρεί πάντοτε ύστερα από σχετικό αίτημά τους. Σε μία τέτοια περίπτωση, ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα του ασφαλισμένου να επιλέξει την αυτοτελή συνταξιοδότησή του, εφόσον θεωρεί ότι το καθεστώς αυτό είναι ευνοϊκότερο από την αυτοτελή συνταξιοδότησή του από έναν μόνο οργανισμό. Ως εκ τούτου, ο ασφαλιστικός οργανισμός, στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση συνταξιοδότησης, δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διαδοχικής ασφάλισης, όταν δεν υπάρχει ρητό αίτημα του ασφαλισμένου προς τούτο, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων εξακολουθεί ν’ αποτελεί επιλογή του.

Περαιτέρω, αιτήσεις χορήγησης κύριας σύνταξης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι μετά τις 12.5.2016, εξετάζονται από τον ΕΦΚΑ, ο οποίος εφαρμόζει ανάλογα τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης που εισάγονται στο άρθρο 19 του ιδίου νόμου. Επιπροσθέτως, για τους απαριθμούμενους στο άρθρο 53 του ν. 4387/2016 φορείς, οι οποίοι από 1.1.2017 εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ, η εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης δεν είναι υποχρεωτική για τους χρόνους που έχουν πραγματοποιηθεί έως 31.12.2016, ενώ η δυνατότητα μη εφαρμογής των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, όπως ίσχυε με το προγενέστερο καθεστώς, εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ του ΕΦΚΑ και των φορέων που δεν εντάχθηκαν σε αυτόν μετά την 1.1.2017. Αντιστοίχως, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016, η δυνατότητα του ασφαλισμένου να επιλέξει τον συνυπολογισμό ή μη του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης που έχει διανύσει σε κάποιον από τους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς, παρέχεται πλέον υπό την προϋπόθεση ότι, μετά την 1.1.2017, δεν ασφαλίζεται στον ΕΦΚΑ για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου πρώην φορέα του οποίου δεν επιθυμεί την προσμέτρηση χρόνου του, ενώ δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε εντασσόμενου φορέα. Συνεπώς, ασφαλισμένος που έχει χρόνο ασφάλισης σε εντασσόμενο φορέα μετά την 1.1.2017, δηλαδή έχει χρόνο ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, δεν δύναται να αποποιηθεί τον διανυθέντα σε αυτόν χρόνο ασφάλισης, ο οποίος λογίζεται ως ενιαίος, και, επομένως, κατά την θεμελίωση και τον υπολογισμό της σύνταξης που θα του χορηγηθεί, λαμβάνεται υπόψη υποχρεωτικά ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί στον εντασσόμενο φορέα, τόσο πριν την 1.1.2017, όσο και μετά. Τέλος, αρμόδιος φορέας για την εξέταση της αίτησης συνταξιοδότησης καθίσταται ο τελευταίος οργανισμός, στον οποίο ο αιτών ήταν ασφαλισμένος κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής του, όπως ορίζει το εδ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016, το οποίο παραπέμπει για ανάλογη εφαρμογή, αποκλειστικά για το ζήτημα της εύρεσης του αρμόδιου φορέα, στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του νδ 4202/1961 (Α` 175), όπως αυτές τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με μεταγενέστερες διατάξεις νόμων.

Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι από τις 13.5.2016 και εφεξής, εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ως άνω νόμου, ως προς το ζήτημα της διαδοχικής ασφάλισης, β) ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει τον μη συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον e- ΕΦΚΑ φορείς, υπό την προϋπόθεση ότι, μετά την 1.1.2017, δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα, του οποίου τον διανυθέντα χρόνο επιθυμεί να αποποιηθεί, γ) χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί σε φορέα που εντάχθηκε στον e- ΕΦΚΑ μετά την 1.1.2017 λαμβάνεται υπόψη υποχρεωτικά ως ενιαίος, κατά την θεμελίωση και τον υπολογισμό της σύνταξης, τόσο για το διάστημα πριν την 1.1.2017 όσο και για μετά, δ) δυνάμει του άρθρου 53 παρ. 1 περ. Δ΄, ο ΟΑΕΕ εντάχθηκε από 1.1.2017 στον e- ΕΦΚΑ, ε) η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης στις 28.12.2016 (πλάσματι υποβληθείσα την 1.1.2017), ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στ) της χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας από κοινή νόσο δυνάμει αποφάσεων οργάνων του τ. ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, βάσει του διανυθέντος σε αυτό χρόνου, ζ) μετά από επανέλεγχο της σωστής κρίσης του ασφαλιστικού οργάνου για τη χορήγηση της ως άνω σύνταξης αναπηρίας, περιήλθε σε γνώση της αρμόδιας Υπηρεσίας του τ. ΙΚΑ- ΕΤΑΜ ότι η προσφεύγουσα έχει χρόνο ασφάλισης στον τ. ΟΑΕΕ μετά την 1.1.2017, έκρινε ότι νομίμως και ορθώς ανακλήθηκαν οι αποφάσεις, με τις οποίες είχε χορηγηθεί στην προσφεύγουσα σύνταξη αναπηρίας από κοινή νόσο. Απορρίπτει την προσφυγή.

 

Αριθμός απόφασης: ΑΔ18/2023 (Τμήμα 12ο Τριμελές), Πρόεδρος: Χ. Βλαστού, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, Εισηγήτρια: Μ. Μερίκα, Πάρεδρος ΔΔ, Θέμα: Άδεια διαμονής για παραμονή στην Ελλάδα σπουδαστών με σκοπό την αναζήτηση εργασίας- Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 41 του ν. 4251/2014- Εφαρμογή του άρθρου 336 παρ.1 του ΚΠολΔ- Ανωτέρα βία.

 

Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για ανανέωση άδειας διαμονής για παραμονή στην Ελλάδα σπουδαστή με σκοπό την αναζήτηση εργασίας ή την επιχειρηματικότητα, κατά τις διατάξεις του ν. 4251/2014. Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι «δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για να λάβει άδεια διαμονής (...) σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν. 4251/2014, όπως ισχύει διότι: α) το διάστημα του ενός (1) έτους από τη λήξη της άδειας διαμονής που χορηγήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 4251/2014, προκειμένου να αναζητήσει εργασία ή να συστήσει επιχείρηση, έχει εν τοις πράγμασι παρέλθει με την παράταση αδειών λόγω πανδημίας χωρίς να καταφέρει σε αυτό να βρει εργασία. Παρόλο που προσκομίζει αποδείξεις για δύο (2) συνεντεύξεις … χωρίς όμως αυτές να καταλήξουν σε πρόσληψη, β) δεν έχει προσκομίσει το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ακόμα και μετά την προθεσμία δύο (2) μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 41 παρ. 6 του ν. 4251/2014, γ) προσκομίζει λογαριασμό ασφάλισης εργαζομένου με κωδ. 115 (βαρέα πρώην ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), κωδικός που δεν αντιστοιχεί  στη βαθμίδα σπουδών, που έχει ολοκληρώσει (…), απαραίτητη προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας διαμονής σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 41 του ν. 4251/2014 όπως ισχύει.».

Σύμφωνα με την σαφή έννοια του άρθρου 41 του ν. 4251/2014, οι αιτούντες άδεια διαμονής με σκοπό την αναζήτηση εργασίας οφείλουν να προσκομίσουν δικαιολογητικά, από τα οποία πρέπει να προκύπτει η πραγματική πιθανότητα της πρόσληψής τους σε θέση εργασίας όπου απαιτείται ως ελάχιστη προϋπόθεση η κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μετά από τουλάχιστον τρεις (3) μήνες από την έκδοση της άδειας διαμονής και, σε κάθε περίπτωση, έως τη λήξη αυτής, και όχι κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησής τους για χορήγηση της επίμαχης άδειας διαμονής. Συνεπώς, η έκδοση της άδειας διαμονής που προβλέπεται από την παρ. 3 του ως άνω άρθρου συνιστά το γεγονός από το οποίο εκκινεί η προθεσμία για την προσκόμιση από την αιτούσα των αποδείξεων της πραγματικής πιθανότητας πρόσληψής της σε θέση εργασίας, όπου απαιτείται ως ελάχιστη προϋπόθεση η κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία έχει ως ελάχιστο χρόνο τους τρεις (3) μήνες από την έκδοση αυτής και ως απώτατο χρόνο τη λήξη της, μετά την πάροδο του ενός (1) έτους. Τούτο συνεπάγεται ότι η ίδια η διάταξη αποκλείει την πλήρωση των όρων έκδοσης της εν λόγω άδειας διαμονής αναδρομικά, ήτοι από το χρόνο λήξης της προηγούμενης άδειας διαμονής, που, άλλωστε, ερειδόταν επί διαφορετικής νομικής και πραγματικής βάσης (σπουδές), ο οποίος, εν προκειμένω, έχει ήδη παρέλθει, καθώς κάτι τέτοιο θα καθιστούσε αδύνατη την εφαρμογή της. Πέραν τούτων, οι έκτακτες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού SARS-CoV-2, οι οποίες λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, ως πασίδηλο γεγονός, σύμφωνα με το άρθρο 336 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως, δυνάμει του άρθρου 40 του πδ 18/1989, συνέτρεχαν και εν προκειμένω, τόσο ατομικώς για την αιτούσα, κωλύοντας την πρόσβασή της στην αγορά εργασίας, όσο και για την ίδια την Υπηρεσία, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την ορθή εξυπηρέτηση των αιτούντων. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Διοίκηση, εκτιμώντας ότι η αιτούσα όφειλε να πληροί τους όρους της αιτούμενης άδειας διαμονής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41 του ν. 4251/2014, και μάλιστα αναδρομικώς, από το χρόνο λήξης των προγενέστερων αδειών που αυτή είχε ήδη λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ιδίου νόμου, και η ισχύς των οποίων είχε παραταθεί διαδοχικά λόγω της πανδημίας και της συνεπαγόμενης μη ομαλής λειτουργίας της Υπηρεσίας, με μη νόμιμη αιτιολογία απέρριψε την ένδικη αίτηση. Επιπροσθέτως, έκρινε ότι η μη προσκόμιση αντιγράφου του μεταπτυχιακού διπλώματος από την αιτούσα εντός της προβλεπόμενης από την εφαρμοσθείσα διάταξη προθεσμίας οφείλόταν σε λόγο ανωτέρας βίας, τον οποίο βασίμως αυτή επικαλέσθηκε. Τέλος, η Διοίκηση όφειλε να εξετάσει την πιθανότητα πρόσληψης της αιτούσας σε αναλογούσα θέση εργασίας και όχι καθεαυτό το γεγονός της πρόσληψης, όπως προκύπτει και από την γραμματική ερμηνεία της εφαρμοσθείσας διάταξης. Εντούτοις, δεν εξέφερε κρίση για το εάν από τα συνυποβαλλόμενα με την αίτηση δικαιολογητικά διαπιστώθηκε ή όχι πραγματική πιθανότητα πρόσληψής της αιτούσας αλλοδαπής, αλλά αρκέστηκε στο γεγονός ότι οι συνεντεύξεις δεν κατέληξαν σε πρόσληψη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης. Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει και αναπέμπει στη Διοίκηση για νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση.

 

Τρεις μέρες σε ένα ισπανικό δικαστήριο

 

του Δήμου Χρυσού, Εφέτη Δ.Δ.


Στο Οβιέδο της Ισπανίας έφτασα το βράδυ πριν την ημέρα που ξεκινούσε το επίσημο πρόγραμμα της επίσκεψής μου στο Εφετείο της πόλης. Είχα χρόνο για μια μικρή βόλτα και έτσι περπάτησα στην κεντρική πλατεία, όπου δεσπόζει ο καθεδρικός ναός. Εκεί παρατήρησα ένα εμβληματικό παλιό κτίριο, το οποίο, μάλιστα, φωτογράφισα, γιατί μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Την επόμενη μέρα διαπίστωνα ότι στο ιστορικό αυτό κτίριο του 1620, καθώς και στο γειτονικό του, εξίσου εντυπωσιακό, στεγαζόταν το Εφετείο που επισκεπτόμουν. Με άλλα λόγια, οι Ισπανοί διάλεξαν το πιο εμβληματικό κτίριο στην καρδιά της πόλης, για να στεγάσουν το Εφετείο τους.


Με αυτή την θετική εντύπωση ξεκίνησε η τριήμερη επίσκεψη στο Εφετείο της Αστούριας στη βόρεια Ισπανία αλλά έμελλε να ακολουθήσουν πολλές ακόμα εκπλήξεις και αναπόφευκτες συγκρίσεις…

Στην είσοδο του δικαστηρίου, με υποδέχτηκε μια υπάλληλος η οποία εξυπηρετεί τους προσερχόμενους, ενώ ακολουθεί έλεγχος από αστυνομικό και διέλευση από πύλη ελέγχου. Με συνόδευσαν μέχρι το γραφείο του Προέδρου του δικαστηρίου, που με φιλοξενούσε. Μετά από μια αρχική εγκάρδια συνομιλία, χρειάστηκε να διακόψουμε για λίγο, γιατί έπρεπε να υπογράψει μια απόφαση. Αν και Πρόεδρος, χρεωνόταν κανονικά με υποθέσεις. Την υπογραφή την έβαλε ψηφιακά, στον υπολογιστή, αφού έλεγξε ότι είχαν υπογράψει τα άλλα μέλη της σύνθεσης, και η απόφαση προωθήθηκε ψηφιακά στη γραμματεία προς επίδοση.

Κατά την επίσκεψη στα ακροατήρια που χρησιμοποιεί το δικαστήριο, έμεινα έκθαμβος τόσο από την πολυτέλεια του χώρου όσο και από τις τεχνολογικές υποδομές. Ο χώρος κάθε ακροατηρίου θυμίζει παλάτι. Υπάρχουν μικρόφωνα σε κάθε θέση δικαστή, δικηγόρου ή γραμματέα, καθώς και στη θέση που κάθεται ο μάρτυρας. Ο γραμματέας κάθεται μπροστά σε υπολογιστή. Οι συνεδριάσεις μαγνητοσκοπούνται και το βίντεο είναι στη συνέχεια διαθέσιμο στους δικαστές.

Επισκεπτόμενος αργό- τερα το Πρωτοδικείο της πόλης, διαπίστωσα ότι στον χώρο υποδοχής του δικαστηρίου υπάρχει οθόνη, στην οποία προβάλλεται το πινάκιο της ημέρας, με όλες τις σχετικές πληροφορίες.

Παρακολούθησα συνε- δριάσεις του Εφετείου. Δικαστές και δικηγόροι φοράνε τήβεννο. Υπάρχει απόλυτη τάξη στο ακροατήριο. Κανείς δεν κυκλοφορεί όρθιος. Αν χρειαστεί να παραδοθεί κάποιο έγγραφο, αναλαμβάνει ο γραμματέας. Είδα να εξετάζονται μάρτυρες με απόλυτη ηρεμία, ευπρέπεια και μετριοπάθεια. Κανένα αίτημα αναβολής δεν υποβλήθηκε.

Οι υποθέσεις δεν προσδιορίζονται σωρηδόν να συζητηθούν όλες μαζί σε συγκεκριμένη δικάσιμο, αλλά κάθε μία προσδιορίζεται σε ιδιαίτερη ημερομηνία, αναλόγως αν είναι έτοιμη να συζητηθεί. Γι’ αυτό, σε κάθε πινάκιο οι υποθέσεις είναι ελάχιστες.

Οι δικαστές προσέρχονται κάθε μέρα στο δικαστήριο και ο καθένας έχει το δικό του γραφείο.

Μου έκαναν εντύπωση οι δικογραφίες. Αποτελούνταν από ελάχιστα φύλλα χαρτί. Με ενημέρωσαν ότι η δικογραφία είναι ψηφιακή, όπως, άλλωστε, και ο διοικητικός φάκελος. Ρώτησα αν η Διοίκηση καθυστερεί να αποστείλει τον φάκελο. Ο Πρόεδρος με ενημέρωσε ότι αυτό δεν συμβαίνει, διότι επιβάλλονται πρόστιμα.

Γνώρισα το προσωπικό της γραμματείας του Εφετείου και διαπίστωσα με έκπληξη ότι οι γραμματείς ήταν τετραπλάσιοι από τους δικαστές!

Κατά την επίσκεψη στο Πρωτοδικείο, είχα μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με μία Πρόεδρο. Στο σημείο αυτό, να κάνω μια παρένθεση: Παρατήρησα τις σχέσεις και τη συμπεριφορά μεταξύ ανώτερων και κατώτερων δικαστών αλλά και μεταξύ δικαστών και υπαλλήλων. Επικρατεί προσήνεια, καλή διάθεση, συνεργασία, σεβασμός μεταξύ όλων. Επανέρχομαι. Η Πρόεδρος μου εξήγησε ότι η πλειοψηφία των υποθέσεων εισάγονται σε μία συντομευμένη διαδικασία, η οποία είναι ταχύτατη. Σε χρόνο πολύ μικρότερο του εξαμήνου υπάρχει απόφαση. Ρώτησα την συνάδελφο σε πόσο χρονικό διάστημα δημοσιεύει την απόφαση, όταν γίνει η ακροαματική διαδικασία. Μου απάντησε ότι, συνήθως, γράφει την απόφαση την επόμενη μέρα. Ή μπορεί να καθυστερήσει λίγες μέρες, αν υπάρχει κάποιος λόγος, όπως πολυπλοκότητα.

Είδα ορισμένες αποφάσεις. Οι περισσότερες είναι πολύ σύντομες. Το ιστορικό είναι σύντομο και περιλαμβάνει μόνο τα ουσιώδη, η δε κρίση του δικαστηρίου εξαντλείται σε λίγες γραμμές. Με ενημέρωσαν ότι υπάρχουν και πιο εκτεταμένες αλλά ο κανόνας είναι η συντομία.

Ρώτησα τον οικοδεσπότη μου Πρόεδρο Εφετών αν υπάρχουν δικαστές που καθυστερούν. Μου είπε ότι κάποιοι παρουσιάζουν αυτό το πρόβλημα και μπορεί να κάνουν και έναν μήνα να γράψουν την απόφαση! Ή σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να κάνουν και 2-3 μήνες. Αυτό, όμως, γενικά δεν συμβαίνει, γιατί υπάρχουν κυρώσεις. Ο διάλογος αυτός επικυρωνόταν πλήρως από τα επίσημα στατιστικά τις Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU Justice scoreboard).

Όσον αφορά την ποσότητα, στο Εφετείο ο κάθε δικαστής χρεώνεται περίπου με 20 υποθέσεις τον μήνα.

Κατά την παραμονή μου εκεί, μου ζητήθηκε να δώσω συνέντευξη σε μια τοπική εφημερίδα. Τον δημοσιογράφο συνόδευσε στο γραφείο του Προέδρου η εκπρόσωπος τύπου του δικαστηρίου. Η συνέντευξη δόθηκε, λοιπόν, στο γραφείου του Προέδρου (και Προϊσταμένου) του δικαστηρίου και συνοδεύθηκε από φωτογράφιση. Σημειώνω ότι για το δικαστήριο αποτελεί κανονικότητα η επαφή με τα μέσα ενημέρωσης.

Ως τελευταία παρατήρηση κρατάω τον τρόπο προσδιορισμού των υποθέσεων. Ο φιλοξενών Πρόεδρος Εφετών προεδρεύει σε Τμήμα αποτελούμενο από πέντε δικαστές. Η Επιτροπή Διοίκησης του δικαστηρίου έχει αποφασίσει να κατανέμονται οι υποθέσεις στους δικαστές ανάλογα με τον αριθμό κατάθεσης. Όσες λήγουν σε 1 και 2 χρεώνονται στον Πρόεδρο, όσες λήγουν σε 3 και 4 στον επόμενο κατά σειρά αρχαιότητας και ούτω καθεξής. Ο Πρόεδρος δεν έχει το δικαίωμα να επιλέξει σε ποιον δικαστή θα χρεώσει οποιαδήποτε υπόθεση. Δηλαδή, η χρέωση των υποθέσεων στους δικαστές βασίζεται σε απολύτως αντικειμενικό κριτήριο, ανεξάρτητα και από τον βαθμό δυσκολίας τους, αφού, άλλωστε, σε βάθος χρόνου οι όποιες διαφορές εξομαλύνονται.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, κατά την επίσκεψή μου στο Εφετείο και το Πρωτοδικείο του Οβιέδο γνώρισα μια ισπανική δικαιοσύνη, η οποία είναι ταχύτατη, ψηφιοποιημένη, σύγχρονη, με καλές υλικές υποδομές και σεβασμό προς τον Πολίτη.

Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Ότι η Ισπανία έχει καλύτερη διοικητική δικαιοσύνη από εμάς; Σίγουρα, έχει ταχύτερη, όπως και σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν μπορεί να βγει ένα συμπέρασμα από την παραπάνω εξιστόρηση είναι ότι κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα από ό,τι τα κάνουμε εμείς και οφείλουμε να αναζητήσουμε τους τρόπους για να το πετύχουμε… Εύκολους ή δύσκολους…