Mε την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα, η
οποία διορίσθηκε σε θέση μέλους της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών
(ΑΕΠΠ) κατόπιν συμμετοχής της σε διαγωνισμό του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής
Προσωπικού (ΑΣΕΠ), ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι (Αρχή Εξέτασης
Προδικαστικών Προσφυγών -ΑΕΠΠ και ήδη Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων – ΕΑΔΗΣΥ
και Ελληνικό Δημόσιο), να της καταβάλουν, αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου
105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της παράνομης, κατά τους
ισχυρισμούς της, παράλειψης της εναγόμενης Αρχής να της χορηγήσει κανονική
άδεια για τα έτη 2017 έως 2020, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου
πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του Αστικού Κώδικα) και χρηματική ικανοποίηση λόγω
της ηθικής βλάβης, που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την ως άνω αιτία.
Αίτημα της ενάγουσας περί χορήγησης
εφεξής κανονικής άδειας κρίθηκε ότι δεν αφορά σε γεννημένη κατά την άσκηση της
αγωγής αξίωσή της, αλλά έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, και συνεπώς, δεν μπορεί να
αποτελέσει αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με τα άρθρα 71 παρ. 1 και 73 παρ. 2 του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ). Τούτο δε διότι με την αγωγή ενώπιον των
διοικητικών δικαστηρίων διώκεται μόνο η ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης από
έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, αίτημα της οποίας είναι είτε η καταψήφιση της
αξιούμενης παροχής είτε η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης και όχι η
διαμόρφωση δικαιώματος ή η διάπλαση έννομης σχέσης. Περαιτέρω, δε κρίθηκε ότι η
ΑΕΠΠ, και ήδη ΕΑΔΗΣΥ (άρθρων 1, 2, 3
παρ. 1 και 3, και 17 του ν. 4912/2022 , ΦΕΚ Α΄ 59/17.3.2022),, έχει, ως
ανεξάρτητη αρχή, δυνάμει των άρθρων 345 επ. του βιβλίου IV του ν. 4412/2016,
ικανότητα διαδίκου (πρβλ. ΣτΕ 2010/2022, 1609/2022, 1606/2022 κ.ά.). Δεδομένου
δε ότι με την κρινόμενη αγωγή αποδίδονται παράνομες παραλείψεις σε όργανα της
ΑΕΠΠ και ότι, για την πραγμάτωση του σκοπού της η Αρχή αυτή έχει οικονομική
αυτοτέλεια σε σχέση με το Δημόσιο, κρίθηκε ότι το τελευταίο δεν νομιμοποιείται
παθητικώς (πρβλ. ΣτΕ 390/2019, 787/2017, 1535/2016, 2783/2015 επταμ) και
αποβληθηκε από τη δίκη, η δε παράστασή του κηρύχθηκε άκυρη.
Από το άρθρο 103 του Συντάγματος συνάγεται
ότι οι οργανικές θέσεις του προσωπικού των δημόσιων εν γένει υπηρεσιών και των
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, κατ’ αρχήν, απαιτείται να πληρούνται με
τακτικούς υπαλλήλους, δεν αποκλείεται όμως και η πλήρωση αυτών, εξαιρετικώς, με
υπαλλήλους επί θητεία, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της θητείας τους απολαύουν
όλων των εγγυήσεων της μονιμότητας. Η παρέκκλιση όμως αυτή από τον κανόνα περί
πληρώσεως των οργανικών θέσεων με τακτικούς υπαλλήλους είναι ανεκτή
συνταγματικώς, αν δικαιολογείται από την ιδιάζουσα φύση, την ειδική αποστολή
και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων ορισμένης υπηρεσίας ή θέσης, κατά την κρίση
γι’ αυτό του νομοθέτη, του κύρους των σχετικών διατάξεων ελεγχομένου
συνταγματικώς υπό την ως άνω έννοια. Η πλήρωση, με τις ανωτέρω προϋποθέσεις,
οργανικών θέσεων με διορισμό υπαλλήλων επί θητεία δεν αποκλείεται από τη
διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 103 του Συντάγματος, διότι η διάταξη αυτή
αναφέρεται στο διαφορετικό ζήτημα της πρόσληψης μετακλητών υπαλλήλων, οι οποίοι
δεν καλύπτονται από τις συνταγματικές εγγυήσεις της μονιμότητας (βλ. ΣτΕ 956/2011
Ολομ., 1770/1983 Ολομ.). Ειδικότερα, όπως παγίως έχει κριθεί, ο υπάλληλος επί
θητεία απολαύει κατά τη διάρκεια της θητείας του, δηλαδή μέχρι την εκπνοή του
χρόνου για τον οποίο διορίσθηκε στην κατεχόμενη από αυτόν θέση και εφόσον η
θέση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται (δεν έχει καταργηθεί με νόμο), της ίδιας,
όπως και ο μόνιμος υπάλληλος, συνταγματικής προστασίας .
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.
4412/2016, τα μέλη της ΑΕΠΠ, η οποία αποτελεί ανεξάρτητη αρχή μη κατοχυρωμένη
από το Σύνταγμα, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για πενταετή θητεία,
αφού επιλεγούν από το ΑΣΕΠ, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για την
πλήρωση θέσεων υπαλλήλων επί θητεία. Τα μέλη της ΑΕΠΠ είναι πλήρους και
αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής
ανεξαρτησίας. Υπόκεινται σε ειδικές απαγορεύσεις, κωλύματα και ασυμβίβαστα και
σε ειδική πειθαρχική διαδικασία, επί της οποίας εφαρμόζεται, συμπληρωματικά, ο
Κώδικας Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων νπδδ. Επίσης, τα
μέλη της ΑΕΠΠ συμμετέχουν σε τριμελή Κλιμάκια, τα οποία οφείλουν να εκδίδουν
αποφάσεις επί των προδικαστικών προσφυγών που εξετάζονται ενώπιόν τους εντός
αποκλειστικής προθεσμίας. Οι αποφάσεις αυτές των Κλιμακίων είναι εκτελεστές
διοικητικές πράξεις, που μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των διοικητικών
δικαστηρίων. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα προκύπτει ότι τα μέλη της ΑΕΠΠ
απασχολούνται με σχέση δημοσίου δικαίου επί θητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας
μάλιστα απολαμβάνουν όλων των εγγυήσεων της μονιμότητας. Επομένως, τα μέλη της
ΑΕΠΠ διέπονται από τις ειδικές διατάξεις που αφορούν την εν λόγω Αρχή και
συμπληρωματικά, για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές αυτές διατάξεις,
υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και
Υπαλλήλων νπδδ (ν. 3528/2007), σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού. Εν προκειμένω, η
νομοθεσία για την ΑΕΠΠ δεν διαλαμβάνει διατάξεις περί χορήγησης κανονικής
άδειας στα μέλη της. Με βάση όμως τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με την
κατοχύρωση του εν λόγω δικαιώματος στο ενωσιακό δίκαιο για όλους τους
εργαζομένους, ασχέτως αν απασχολούνται με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου
(άρθρο 7 της ως άνω Οδηγίας 2003/88/ΕΚ και άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρέπει να γίνει δεκτό ότι και τα
μέλη της ΑΕΠΠ έχουν δικαίωμα σε κανονική άδεια, η άσκηση του οποίου διέπεται
από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών
Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων νπδδ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 49
του Κώδικα αυτού, κάθε έτος χορηγείται στον υπάλληλο, κατόπιν αίτησής του,
άλλως υποχρεωτικά, η προβλεπόμενη κανονική άδεια. Σε περίπτωση δε συνδρομής
έκτακτων αναγκών της υπηρεσίας και μετά από έγκριση του αρμόδιου οργάνου,
επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται εντός του έτους
η κανονική άδεια, η οποία όμως πρέπει να χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο
έτος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου,
δεν χορηγήθηκε στην ενάγουσα κανονική άδεια για τα έτη 2017-2020. Και τούτο
παρά το γεγονός ότι αυτή υπέβαλε δύο φορές σχετικό αίτημα, ενώ, κατά τα
προαναφερθέντα, η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη εκ του νόμου να της χορηγεί άδεια
κάθε έτος, ακόμα και χωρίς την υποβολή τέτοιου αιτήματος. Κατόπιν τούτων, το
Δικαστήριο έκρινε ότι η εναγόμενη Αρχή παρανόμως παρέλειψε να χορηγήσει
κανονική άδεια στην ενάγουσα για τα έτη 2017 - 2020, κατά τα βασίμως
προβαλλόμενα από την ίδια. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της Αρχής ότι η μη χορήγηση
κανονικής άδειας στην ενάγουσα οφειλόταν σε υπηρεσιακές ανάγκες, πρέπει να
απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι - πέρα από το γεγονός ότι δεν
προκύπτει η χορήγηση σχετικής έγκρισης από το αρμόδιο όργανο της ΑΕΠΠ - πάντως,
η ενάγουσα δεν έλαβε την άδεια του προηγούμενου έτους ούτε κατά το αμέσως
επόμενο έτος, όπως επιτάσσει το άρθρο 49 του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών
Υπαλλήλων και Υπαλλήλων νπδδ. Επίσης, για τους παραπάνω λόγους, δεν ασκεί
επιρροή και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν μπορούσε να βρει αναπληρωτή της
ενάγουσας, λόγω του περιορισμένου αριθμού των μελών που υπηρετούσαν σε αυτή
κατά τα παραπάνω έτη.
Όσον αφορά την περιουσιακή ζημία της
ενάγουσας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι υπό το καθεστώς του ν. 3528/2007 δεν
προβλέπεται πλέον για τους δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς η αξίωση λήψης
αποζημίωσης για τη μη χορήγηση σε αυτούς, μέχρι τέλους του έτους, ολόκληρης της
κανονικής τους άδειας, η οποία προβλεπόταν από την παρ. 3 του άρθρου 102 του
προϊσχύσαντος πδ 611/1977 (Υπαλληλικός Κώδικας, ΦΕΚ Α΄ 198), αλλά αντί αυτής η
υποχρεωτική μεταφορά της τυχόν μη χορηγηθείσας άδειας στο επόμενο έτος. Με βάση
τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ενάγουσα δεν υπέστη περιουσιακή ζημία
τελούσα σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη παράλειψη χορήγησης της
άδειας, εφόσον δεν εδικαιούτο, κατά τα ανωτέρω, την προβλεπόμενη στο προϊσχύσαν
πδ 611/1977 αποζημίωση. Εξάλλου, οι υπάλληλοι των υπηρεσιών του Δημοσίου με
σχέση δημοσίου δικαίου τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες εργασίας (υπηρεσιακή
και μισθολογική κατάσταση) σε σχέση με τους υπαλλήλους του Δημοσίου που
απασχολούνται με σχέση ιδιωτικού δικαίου, καθώς και με τους υπαλλήλους του
ιδιωτικού τομέα. Επομένως, οι διατάξεις που εφαρμόζονται στις δύο τελευταίες
κατηγορίες υπαλλήλων, ως προς τη χορήγηση αποζημίωσης σε περίπτωση μη λήψης
κανονικής άδειας (βλ. αντιστοίχως, άρθρο 20 π.δ. 410/1988 και άρθρο 2 του αν
539/1945 σε συνδυασμό με τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής
νομοθεσίας), δεν μπορούν να τύχουν επεκτατικής εφαρμογής στην περίπτωση της
ενάγουσας. Τέλος, απορριπτέα κρίθηκε η αγωγή και κατά την επικουρική βάση, που
στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του
Α.Κ.), δεδομένου ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής
ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της
αγωγής από την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά
διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία,
προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω.
Όσον αφορά την ηθική βλάβη της
ενάγουσας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι: α) το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας
όλων των εργαζομένων είναι κατοχυρωμένο τόσο στο εθνικό δίκαιο όσο και στο
ενωσιακό δίκαιο, β) το δικαίωμα αυτό, αποσκοπεί στην παροχή στον εργαζόμενο της
δυνατότητας ανάπαυσης από την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων του, αναψυχής
και ψυχαγωγίας, στο πλαίσιο της μέριμνας για την αποτελεσματική προστασία της
ασφάλειας κατά την εργασία και της υγείας του, γ) στην προκειμένη περίπτωση, η
ενάγουσα απασχολείτο αδιαλείπτως στην εναγόμενη Αρχή επί τέσσερα συναπτά έτη,
χωρίς της χορηγηθεί ουδέποτε κανονική άδεια, παρά το ότι υπέβαλε σχετικό αίτημα
δύο φορές, ενώ σε κάθε περίπτωση, η λήψη της άδειας αυτής ήταν υποχρεωτική εκ
του νόμου, δ) η ενάγουσα απασχολείτο στην ΑΕΠΠ υπό συνθήκες εντατικής εργασίας,
δεδομένης της αποκλειστικής προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να φέρει εις
πέρας τις υποθέσεις που χρεωνόταν κάθε φορά και ε) η παράνομη αυτή παράλειψη
οπωσδήποτε της δημιούργησε αισθήματα έντονης κόπωσης, ψυχολογικής πίεσης,
άγχους και εκνευρισμού, λόγω της υποχρέωσης παροχής εργασίας χωρίς διακοπή και
ανάπαυση επί μακρό χρονικό διάστημα, προσβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την
προσωπικότητά της. Για τους παραπάνω λόγους, και ενόψει του είδους και της
διάρκειας της παρανομίας, της αποκλειστικής υπαιτιότητας της εναγομένης και της
εν γένει κοινωνικής και οικονομικής θέσης της ενάγουσας, το Δικαστήριο έκρινε
ότι αυτή υπέστη ηθική βλάβη λόγω της προαναφερθείσας παράνομης παράλειψης της
εναγομένης, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας δικαιούται, κατά τα άρθρα
932, 57 και 59 του Α.Κ., το προσήκον και εύλογο ποσό των 1.200 ευρώ, κατά
μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.