Αξιότιμοι συμπολίτες μας,
Στο δημοκρατικό μας πολίτευμα, σκοπός
της διοικητικής δικαιοσύνης είναι να ελέγχει τις παρανομίες της νομοθετικής και
της εκτελεστικής εξουσίας ή - με άλλα λόγια - να ελέγχει τη συνταγματικότητα των
νόμων της Βουλής και τη νομιμότητα των πράξεων των κρατικών αρχών.
Κάθε χρόνο ακυρώνονται από τα
διοικητικά δικαστήρια δεκάδες χιλιάδες παράνομες διοικητικές πράξεις, οι οποίες
εκδίδονται σε βάρος πολιτών (φορολογικά πρόστιμα, σφράγιση καταστημάτων, άρνηση
χορήγησης σύνταξης, απελάσεις, κατασχέσεις και άλλα πολλά).
Φυσικά, σε πολλές άλλες χιλιάδες
περιπτώσεις, οι πολίτες που προσφεύγουν στη δικαιοσύνη έχουν άδικο και το
ένδικο βοήθημά τους απορρίπτεται.
Εξ ορισμού, όμως, σε κάθε περίπτωση η
δράση της Διοίκησης ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ από τα διοικητικά δικαστήρια και κάθε πολίτης
έχει δικαίωμα να προσφεύγει σε αυτά, όταν θεωρεί ότι αδικείται από παράνομες
πράξεις των κρατικών αρχών.
Ακόμη και πριν από μερικές δεκαετίες,
τα διοικητικά δικαστήρια ήταν άγνωστα στις περισσότερες χώρες, διότι δεν ήταν
καν νοητό ότι η κρατική δράση ελέγχεται από κάποιο δικαστήριο ως προς τη
νομιμότητά της. Στην Ελλάδα το Συμβούλιο της Επικρατείας ιδρύθηκε το 1929 από
τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ενώ τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (όπως το
Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά) ιδρύθηκαν μόλις το 1962.
Με την εμπέδωση του κράτους δικαίου,
σήμερα θεωρείται αυτονόητο ότι οποιαδήποτε διοικητική πράξη των οργάνων της εκτελεστικής
εξουσίας μπορεί να ελεγχθεί από το αρμόδιο δικαστήριο, κατόπιν προσφυγής του
πολίτη που θίγεται.
Από το 1962 μέχρι σήμερα, εκατοντάδες
χιλιάδες πολίτες έχουν δικαιωθεί από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, με την
ακύρωση της παράνομης διοικητικής πράξης που είχε εκδοθεί σε βάρος τους.
Χωρίς τη λειτουργία του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Πειραιά και εν γένει των διοικητικών δικαστηρίων θα ήταν αδιανόητη η κατοχύρωση
των δικαιωμάτων των πολιτών, ως φορολογούμενων, ως ασφαλισμένων, ως
συνταξιούχων, ως δημοτών, ως μεταναστών, καθώς και η επιβίωση των επιχειρήσεων,
αφού αμφότεροι, πολίτες και επιχειρήσεις, θα ήταν έρμαια στο έλεος οποιασδήποτε
κρατικής αυθαιρεσίας.
Θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να σας
απευθύνουμε αυτό το ενημερωτικό σημείωμα, γιατί πριν λίγες μέρες κάποιοι κύκλοι
προσπάθησαν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη, με τη
διαρροή επιλεκτικών πληροφοριών εκκρεμούς υπόθεσης στον Τύπο.
Ειδικότερα, στις 4/7/2024 εμφανίσθηκε
δημοσίευμα στην εφημερίδα Καθημερινή, το οποίο μεταφέροντας πληροφορίες από
«στελέχη της φορολογικής διοίκησης» (όπως αναφέρει) κατηγόρησε το δικαστήριό
μας ότι επιβραβεύει τις πρακτικές των λαθρεμπόρων, ότι νίπτει τας χείρας του,
ότι δικαιώνει λαθρεμπόρους και άλλα συναφή.
Όλα τα παραπάνω, με αφορμή την χορήγηση
μιας προσωρινής διαταγής από τον δικαστή υπηρεσίας σε υπόθεση λαθρεμπορίας
καυσίμων.
Προς πλήρη ενημέρωση των πολιτών και
προς διάλυση της παραπλανητικής εικόνας που προέκυψε από το παραπάνω
δημοσίευμα, έχουμε χρέος να σας παραθέσουμε τα εξής δεδομένα:
1. «Δικαιώθηκε» κάποιος λαθρέμπορος;
Το δημοσίευμα αφορούσε την χορήγηση
προσωρινής διαταγής, που αποτελεί το πρώτο στάδιο της προσωρινής προστασίας και
διαρκεί λίγες εβδομάδες. Η κύρια υπόθεση, όπου θα κριθεί αν τελέστηκε ή όχι
λαθρεμπορία, θα εκδικαστεί σε μερικούς μήνες. Τότε, το δικαστήριο θα κρίνει αν
υπήρξε λαθρεμπορία. Αν τυχόν κρίνει ότι δεν υπήρξε, τότε δεν θα «δικαιωθεί»
κάποιος λαθρέμπορος αλλά θα έχει διαπιστωθεί η παρανομία της φορολογικής αρχής
κατά τη διαπίστωση της παράβασης. Αν πάλι κρίνει ότι υπήρξε λαθρεμπορία, θα
απορριφθεί η προσφυγή και θα ισχύσουν οι επιβληθείσες κυρώσεις.
2. Γιατί να συνεχίσει να λειτουργεί μια επιχείρηση, αφού
διαπιστώθηκε ότι διαπράττει λαθρεμπορία καυσίμων;
Η προσωρινή δικαστική προστασία (που
επιτρέπει τη συνέχιση της λειτουργίας) υπάρχει σε ΚΑΘΕ δικαστικό σύστημα κάθε
χώρας σε όλο τον κόσμο. Σκοπός είναι η αποτροπή της καταστροφής της
επιχείρησης, ώστε, αν τελικά δικαιωθεί, να μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία
της. Αν δεν δικαιωθεί, τότε θα ισχύσουν οι επιβληθείσες κυρώσεις. Τις
προϋποθέσεις χορήγησης προσωρινής διαταγής τις κρίνει ο δικαστής υπηρεσίας και
δεν σχετίζονται με την ουσία της υπόθεσης αλλά με άλλα κριτήρια, που ορίζονται
στο νόμο (Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) που έχει ψηφίσει η ελληνική Βουλή,
κυρίως δε με τον κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης της επιχείρησης (δηλαδή να
καταστραφεί εντελώς οικονομικά, ενώ τελικά μπορεί να δικαιωθεί στην ουσία της υπόθεσης).
3. Τα στοιχεία τέτοιων υποθέσεων μπορούν να δημοσιεύονται
στον Τύπο;
Οποιοσδήποτε συμμετέχει στη διαδικασία
δικαστικής διερεύνησης μιας υπόθεσης και εκ της θέσης του αυτής έχει πρόσβαση
στα στοιχεία της δικογραφίας, δεσμεύεται από τις διατάξεις περί δικαστικού
απορρήτου αλλά και περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Επομένως, η απάντηση είναι ότι η
διαρροή τέτοιων στοιχείων από πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαδικασία είναι υπό
προϋποθέσεις ποινικό αδίκημα (και προφανώς, πειθαρχικό).
Επισημαίνουμε ότι η διαρροή έγινε λίγες
μέρες πριν την εκδίκαση της αίτησης αναστολής.
4. Δηλαδή μια επιχείρηση μπορεί να παραμένει σε
λειτουργία, ενώ συνεχίζει να κάνει λαθρεμπορία;
Προφανώς, όχι. Η φορολογική αρχή μπορεί
οποιαδήποτε στιγμή να διενεργήσει επανέλεγχο και, αν διαπιστώσει παράβαση, να
επιβάλει τις προβλεπόμενες κυρώσεις, όπως να σφραγίσει άμεσα την επιχείρηση, ή
να ζητήσει την άμεση άρση της προσωρινής διαταγής από το δικαστήριο.
5. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν, δεν προκύπτει
ότι είναι αναμφισβήτητη η τέλεση της λαθρεμπορικής παράβασης;
Στην προκειμένη περίπτωση, τα μη
κατονομαζόμενα «στελέχη της φορολογικής διοίκησης», η οποία είναι διάδικος στην
υπόθεση, διοχέτευσαν τη δική τους άποψη επί της υπόθεσης. Όμως, ο μόνος που
έχει πλήρη γνώση της δικογραφίας είναι ο φυσικός δικαστής, ο οποίος θα κρίνει
ποια από τις δύο πλευρές έχει δίκιο, αφού εξετάσει όσα έχουν να πουν και οι δύο
και αφού εξετάσει το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης.
Επομένως, η μονομερής δημοσίευση
αποσπασματικών στοιχείων είναι παραπλανητική και οδηγεί σε «λαϊκά δικαστήρια»,
καταργώντας τον θεσμό της Δικαιοσύνης και αντικαθιστώντας τον από μια
χειραγωγούμενη κοινή γνώμη. Αυτό είναι κίνδυνος για τη Δημοκρατία.
Να το πούμε απλά: Φανταστείτε ότι έχετε
μια δικαστική διαφορά με το Ελληνικό Δημόσιο, και συγκεκριμένα με μια
διοικητική υπηρεσία αυτού (ΔΟΥ, Τελωνείο, Δήμο, ΕΦΚΑ κλπ.), και οι υπάλληλοι της
υπηρεσίας αυτής, αντί να υποστηρίξουν την υπόθεση στο δικαστήριο, διαρρέουν
στοιχεία εναντίον σας στα ΜΜΕ, με σκοπό να διαμορφώσουν κατάλληλο «κλίμα». Θα
είναι έγκυρος «δικαστής» της υπόθεσης ο κάθε αναγνώστης, που διαβάζει κάποιες
αποσπασματικές πληροφορίες που διαρρέει η μία πλευρά εναντίον της άλλης;
Μπορούν να κρίνονται έτσι οι δικαστικές υποθέσεις των Ελλήνων πολιτών;
6. Έχει άλλες δικονομικές δυνατότητες η φορολογική αρχή,
ώστε να μην «χάνει» αυτές τις υποθέσεις;
Πρώτα από όλα, μπορεί σε κάθε στάδιο
της διαδικασίας να παρίσταται στο δικαστήριο και να καταθέτει απόψεις και
στοιχεία. Περαιτέρω, ακόμα και μετά την τυχόν χορήγηση της προσωρινής διαταγής,
μπορεί να υποβάλει αίτηση ανάκλησης αυτής, αν προκύψουν νέα στοιχεία, όπως νέα
παράβαση. Και φυσικά, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να διενεργήσει επανέλεγχο στην
επιχείρηση. Αυτά προβλέπονται στη δικονομία και όχι η διαρροή αποσπασματικών
στοιχείων στον τύπο.
7. Ισχύει ότι η προσωρινή διαταγή ισχύει για μήνες, επειδή
καθυστερεί η εκδίκαση της αίτησης αναστολής;
Αντί άλλης απάντησης, αναφέρουμε ότι εν
προκειμένω η αίτηση αναστολής (δηλαδή το επόμενο στάδιο προσωρινής προστασίας) συζητήθηκε
έντεκα (11) μέρες μετά την χορήγηση της προσωρινής διαταγής. Πρόκειται για
ταχύτατο χρόνο εκδίκασης, ακόμα και με τα διεθνή πρότυπα. Η δε κύρια υπόθεση
εκδικάζεται σε 4 μήνες, επίσης ταχύτατα.
Εν κατακλείδει: Οι δικαστικές υποθέσεις
των πολιτών δεν κρίνονται σε εφημερίδες, ιστοσελίδες, blog και social media, αλλά στο αρμόδιο δικαστήριο, όπου ο
πολίτης έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να καταθέσει τα
στοιχεία και τις απόψεις του.
Οι κρατικές αρχές, όταν τυγχάνει να
είναι διάδικοι σε μια εκκρεμή υπόθεση, έχουν υποχρέωση να εξαντλούν όλα τα
δικονομικά μέσα προς υπεράσπιση της νομιμότητας των πράξεών τους αλλά δεν έχουν
το δικαίωμα να διαρρέουν στοιχεία των υποθέσεων στα ΜΜΕ, προς επηρεασμό της
κοινής γνώμης εναντίον των δικαστών και εναντίον των προσφευγόντων στη
δικαιοσύνη πολιτών.
Η δράση της Δημόσιας Διοίκησης διέπεται
από την αρχή της νομιμότητας. Δηλαδή κάθε δημόσιος υπάλληλος δικαιούται να
ενεργεί μόνο βάσει των διατάξεων που ορίζουν τις αρμοδιότητές του. Προφανώς,
καμία διάταξη δεν επιτρέπει τη διοχέτευση στον τύπο πληροφοριών επί εκκρεμούς
υπόθεσης.
Οφείλουμε όλοι να σεβόμαστε το
δημοκρατικό πολίτευμα και το Σύνταγμα της χώρας και, πρώτα απ’ όλους, οι
κρατικές αρχές.
Δήμος Χρυσός
Εφέτης Δ.Δ.
Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου
Διεύθυνσης
του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά